Παρακολουθώ από την Πεντέλη την πόλη που απλώνεται από κάτω, καταλαμβάνοντας κάθε σπιθαμή ελεύθερου χώρου. Ή σωστότερα, ό,τι μπορώ να δω από αυτήν, κάτω από το βαρύ αυτό γκριζοκίτρινο πέπλο, το εισαγόμενο από την Αφρική, που ασχημαίνει ακόμη περισσότερο την εικόνα της.
Κατηφορίζοντας προς το γραφείο της εφημερίδας, αισθάνομαι σαν να κινούμαι σ’ ένα σεληνιακό τοπίο. Ο ουρανός, από πάνω, με αυτό το ασθενικό χρώμα, που με αρρωσταίνει. Τα κτήρια δίπλα μου, χαμένα στην άχλη της γκριζοκίτρινης σκόνης. Νιώθω ν’ ανασαίνω με δυσκολία κι ανοίγω το παράθυρο του αυτοκινήτου. Μετανιώνω την ίδια στιγμή, καθώς τα καυσαέρια από τα «μποτιλιαρισμένα» γύρω μου οχήματα εισβάλλουν βίαια στην καμπίνα του αυτοκινήτου. Το ίδιο, βέβαια, συμβαίνει και με τους άλλους οδηγούς, εξαιτίας των καυσαερίων που εκπέμπει και το δικό μου αυτοκίνητο.
Ξανακλείνω το παράθυρο και δυναμώνω την ένταση του ραδιοφώνου. Αρχίζει να ψιχαλίζει αργά και στο «παρμπρίζ» σχηματίζονται ρυάκια καφέ λάσπης. Για λίγο, νομίζω ότι οδηγώ στον κακοτράχαλο δρόμο κάποιου νταμαριού (βοηθούν σε αυτό και τα έργα στη Λ. Πεντέλης) ή -κατά ένα ρεαλιστικότερο σενάριο- στους δρόμους μιας άναρχης και ασφυκτικά κατοικούμενης μεγαλούπολης. Μα όχι, βρίσκομαι στην καρδιά του Αμαρουσίου, του άλλοτε ζηλευτού προαστίου της Αττικής!
Μπαίνω στο γραφείο με κακή διάθεση. Το ρεπορτάζ του συναδέλφου, που πιστοποιεί τη μεταφορά και του υπουργείου Υγείας στο Μαρούσι, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ψυχολογία μου. Διαβάζω αποσπάσματα της σχετικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και δεν πιστεύω στα μάτια μου. «Η επιπρόσθετη ρύπανση της ατμόσφαιρας θα είναι πολύ μικρή στην ήδη επιβαρυμένη περιοχή…». «Τα εξετασμένα τμήματα του οδικού δικτύου θα επηρεαστούν ελάχιστα από τη λειτουργία του προτεινόμενου έργου». «…το ανθρωπογενές περιβάλλον θα έχει οικονομικά οφέλη αφού οι εργαζόμενοι του υπουργείου θα αποτελέσουν ένα πρόσθετο πελατολόγιο για τις εμπορικές επιχειρήσεις πλησίον του υπουργείου…».
Ξαναρίχνω τη ματιά μου έξω από το παράθυρο, καταθλίβομαι για άλλη μια φορά από την αρρωστημένη ατμόσφαιρα και αποφασίζω να αφιερώσω αυτό το άρθρο στο γκρίζο μέλλον που μας επιφυλάσσουν ορισμένοι, τεχνοκράτες ή πολιτικοί.
Τι σημαίνει αλήθεια ότι η επιβάρυνση στο Μαρούσι από τη λειτουργία του υπουργείου θα είναι μικρή; Μήπως ότι για κάποιους δεν τρέχει τίποτε, εάν το παιδάκι ή ο παππούς, που κάθονται στην πλατεία της πόλης, εισπνέουν λίγα περισσότερα μικροσωματίδια και κάποιες επιπρόσθετες ποσότητες των υπόλοιπων ρύπων της ατμόσφαιρας;
Τι σημαίνει ότι το οδικό δίκτυο θα επηρεασθεί ελάχιστα από τη λειτουργία του υπουργείου; Μήπως ότι κάποιοι δεν θεωρούν ότι είναι δα και προς θάνατον το να σπαταλάς το πρωινό σου στη Λ. Κηφισιάς και στους άλλους παραδρόμους του Αμαρουσίου, εγκλωβισμένος μέσα στο αυτοκίνητό σου;
Τι σημαίνει, τέλος, αυτό το «πελατολόγιο» για τον μέσο Μαρουσιώτη, επαγγελματία ή κάτοικο; Μήπως, ότι κάποιοι φροντίζουν να φέρουν πελάτες στα μεγάλα, υπερτοπικά εμπορικά κέντρα της περιοχής, για να «πνίξουν» μια ώρα αρχύτερα την τοπική αγορά; Εκτός κι αν κάποιος πιστεύει ότι οι 1.000 υπάλληλοι του υπουργείου Υγείας ή οι επισκέπτες του θα κατευθύνονται στην Ερμού και τους άλλους εμπορικούς δρόμους του Αμαρουσίου, τονώνοντας το τοπικό εμπόριο…
Και θα σταματήσει εδώ το κακό; Πολύ φοβούμαι πως όχι. Πρόσφατα, το Μαρούσι πέρασε «ξώφαλτσα» και από έναν άλλον πολεοδομικό κίνδυνο. Κάποιο «πάρκινγκ» στο κέντρο της Αθήνας καταλήφθηκε από κατοίκους, που το ήθελαν πάρκο, άρχισαν οι συζητήσεις για παραχώρησή του από τον ιδιοκτήτη του (Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος) στον Δήμο, αλλά με μεταφορά του συντελεστή δόμησης στο Μαρούσι (όπου υπάρχει άλλη ιδιοκτησία του ΤΕΕ) για να κτίσει τα νέα του γραφεία κ.ο.τ. Τελικώς, βρέθηκε άλλη λύση κι έτσι το «φιλέτο» του ΤΕΕ στην πόλη μας παραμένει για την ώρα ελεύθερο. Για πόσο, όμως, ακόμη;
Και, τέλος πάντων, πού θα πάει αυτή η περίεργη αποκέντρωση των υπηρεσιών του κέντρου προς τα προάστια; Σίγουρα και οι συνάνθρωποί μας στην Αθήνα δικαιούνται να έχουν ελεύθερους χώρους. Ωστόσο, το κέντρο της Αθήνας δεν πρόκειται ποτέ, ό,τι και να γίνει, να πρασινίσει. Το μόνο που βλέπουμε ως ορατό αποτέλεσμα όλων αυτών των κινήσεων είναι να μετατραπούν και τα προάστια σε κέντρο της Αθήνας.
Και το χειρότερο, χωρίς οι τοπικές κοινωνίες να προβάλλουν καμία ουσιαστική αντίσταση. Είναι σαν ν’ ακούω τη σχετική συζήτηση που θα γίνει σε προσεχή συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Ορισμένοι θα υποστηρίξουν (και δεν θα έχουν και πολύ άδικο) ότι άλλοι αποφάσισαν για τη μεταφορά του υπουργείου Υγείας στο Μαρούσι κι εμείς, πλέον, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε (και δεν θα έχουν και πολύ δίκιο…). Παράλληλα, έτσι για να «χρυσώσουν το χάπι», θα προαναγγείλουν ότι θα υπάρξουν αντισταθμιστικά οφέλη για την πόλη και, ούτε λίγο ούτε πολύ, θα είμαστε τυχεροί που θα φιλοξενήσουμε το εν λόγω υπουργείο.
Κι αναρωτιέμαι: Ποια θα είναι τα αντισταθμιστικά οφέλη για τον πολίτη που θα πρέπει να σηκωθεί ακόμη νωρίτερα για να φθάσει στην ώρα του στη δουλειά; Με τι μπορεί ν’ αντικατασταθεί η ποιότητα ζωής και η διαβίωση σ’ ένα ανθρώπινο περιβάλλον;
Αναμφίβολα, ο καθένας έχει το δικαίωμα ν’ αξιοποιήσει την ιδιοκτησία του. Σίγουρα, σε κανέναν από εμάς δεν θα ήταν ευχάριστο να μας περιορισθεί το δικαίωμα να κτίσουμε το σπίτι ή το γραφείο μας στην έκταση που θα επιθυμούσαμε. Ωστόσο, πέρα από την προσωπική περιουσία, υπάρχει και η συλλογική, δηλαδή ο αέρας που αναπνέουμε, το πάρκο που παίζουμε, το δάσος που επισκεπτόμαστε. Και όπως και να το κάνουμε, η προστασία αυτής της συλλογικής περιουσίας προηγείται της ατομικής περιουσίας καθενός.
Τουλάχιστον υπάρχει μια μερίδα πολιτών, ελπίζω όχι μικρή, που αρνείται να συμβιβασθεί με τα… γκρίζα σχέδια όσων πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν πόση ατμοσφαιρική ρύπανση και πόσο κυκλοφοριακό φόρτο μπορούμε ν’ αντέξουμε εμείς και τα παιδιά μας. Ας ελπίσουμε ότι ανάμεσά τους βρίσκονται και αρκετοί αιρετοί της Αυτοδιοίκησης…
Θάνος Σταθόπουλος









































































































