Μοιραίοι, δειλοί κι άβουλοι αντάμα, για να θυμηθούμε τον Κώστα Βάρναλη, παρακολουθούμε ως λαός τα «σούρτα-φέρτα» των διεθνών ελεγκτών της ελληνικής οικονομίας, μαθαίνουμε για τις εντός κλειστών γραφείων συσκέψεις τους με τους εγχώριους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες και πληροφορούμαστε για τα -κατά κύματα- νέα μέτρα που λαμβάνουν για εμάς.
Του Θάνου Σταθόπουλου
Η επιχείρηση δημιουργίας συλλογικών ευθυνών για το οικονομικό κατάντημα της χώρας καλά κρατεί, συνεπικουρούμενη από μερίδα Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και μεγαλοδημοσιογράφων, δικαιολογώντας τα όσα σκληρά μέτρα έχουν ληφθεί έως σήμερα και προετοιμάζοντας το έδαφος για όσα τυχόν ακολουθήσουν.
Χωρίς να υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν ευθύνες σε ευρύτερες κοινωνικές και επαγγελματικές τάξεις της Ελλάδος, η στήλη επιμένει ότι η επιχειρούμενη ισοπέδωση του «όλοι φταίμε το ίδιο για την οικονομική κατάρρευση της χώρας» δεν αποσκοπεί παρά στο να «κτίσει» ένα ακόμη άλλοθι, προκειμένου να διατηρηθεί το καθεστώς ατιμωρησίας για τους πραγματικούς υπαίτιους της κρίσης.
Παρακολουθώντας, την εβδομάδα που μας πέρασε, τις τηλεοπτικές συνεντεύξεις του υπουργού Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου και του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιώργου Προβόπουλου, αφ’ ενός λάβαμε μια συνοπτική αναφορά για το πώς φθάσαμε στο σημερινό σημείο οικονομικής εξαθλίωσης και αφ’ ετέρου αντιληφθήκαμε ότι ο δρόμος προς την ανάκαμψη θα είναι μακρύς και δύσβατος.
Παράλληλα και προς τιμήν τους, οι δύο σημαντικοί παράγοντες της εθνικής οικονομίας παραδέχθηκαν ότι, στην παρούσα φάση (αλλά και στο παρελθόν, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε εμείς), το βάρος της οικονομικής ανόρθωσης θα κληθεί να το σηκώσει άδικα ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
Εκείνο που δεν ακούσαμε και μπορούμε να κατανοήσουμε τους λόγους, είναι τι θα γίνει με όσους πραγματικά βαρύνονται με τα τραγικά λάθη που οδήγησαν την οικονομία μας στα πρόθυρα της κατάρρευσης και, κυρίως, τι θα γίνει από εδώ και πέρα ώστε να μη ξαναβιώσουμε παρόμοιες πρακτικές στο μέλλον.
Στην πρώτη περίπτωση, ο διοικητής της ΤτΕ είναι κατανοητό ότι, λόγω θέσης, δεν θα του επιτρέπετο να κάνει κάποια πολιτική τοποθέτηση για την τιμωρία των ενόχων. Από την πλευρά του, ο υπουργός Οικονομικών, πάλι λόγω θέσης, έπρεπε να αποφύγει «σκληρές» εκφράσεις για τους υπαίτιους της κρίσης, αφού ορισμένοι από αυτούς στεγάζονται στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, από την οποία η κυβέρνησή του επιθυμεί διακαώς ακόμη και μια σιωπηρή ανοχή στα μέτρα που είναι αναγκασμένη να λάβει.
Για το μέλλον, όμως; Ούτε εκεί τολμούν να κάνουν τη μεγάλη αλλαγή; Ούτε τώρα, που φθάσαμε στον «πάτο του βαρελιού», θα θέσουν εκείνες τις ασφαλιστικές δικλείδες που θ’ αποτρέψουν την επανάληψη των νοσηρών φαινομένων του παρελθόντος; Πολύ φοβούμαστε ότι οι κυβερνώντες δεν έχουν αντιληφθεί ότι, μαζί με τα όρια της οικονομίας μας, έχουν εξαντληθεί και τα όρια της ανοχής-υπομονής μας.
Ο κόσμος θέλει να δει να «χυθεί αίμα» και από αυτούς που τον οδήγησαν μέχρις εδώ. Θέλει, κάποτε, να δει υπουργούς, βουλευτές, προέδρους ΔΕΚΟ, μεγαλοπαράγοντες του ιδιωτικού τομέα, που εμπλέκονται σε σκάνδαλα, διαπλοκές ή δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, ζημιώνοντας το Δημόσιο, να μπαίνουν στη φυλακή. Μόνο έτσι θα μπορέσει να έχει μια, τουλάχιστον, ηθική ικανοποίηση για τις απώλειες που καλείται να υποστεί.
Εξάλλου, δεν ζητούμε από τους κυβερνώντες να πρωτοτυπήσουν. Αυτό που ζητάμε το έκαναν οι Αθηναίοι στην περίοδο των κλασικών χρόνων. Εκεί, κάθε αξιωματούχος στο τέλος της θητείας του απολογείτο δημόσια, κατά τη λεγόμενη «εύθυνα». Τότε, κάθε Αθηναίος μπορούσε να τον κατηγορήσει είτε ότι υπεξαίρεσε δημόσιο χρήμα, είτε ότι ενήργησε με τρόπο που ζημίωσε την πόλη, είτε τέλος ότι δωροδοκήθηκε.
Αν δε, κρινόταν ένοχος, καλείτο να πληρώσει το διπλάσιο του ποσού για την κατάχρηση-ζημία-δωροδοκία του οποίου είχε καταδικαστεί και μέχρι να τακτοποιήσει την οφειλή του, τόσο ο ίδιος όσο και οι συγγενείς του, στερούνταν των πολιτικών δικαιωμάτων τους (που τότε, βέβαια, σήμαινε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι σήμερα). Τόσο απλά.