Λέτε να έχω δίκιο; (Τριλογία: Μέρος 1ο). Καλοκαίρι κι εγώ βρίσκομαι στη Σκόπελο εδώ και ένα μήνα. Αυτό το διάστημα, περιδιαβαίνω τον τόπο, αφήνοντάς τον να μου «μιλήσει» πρώτος και να μου πει τι έχει να μου πει…
Τοπογράφει η Θέμις Μαυραντή
Άφησα και πέρασε τόσος καιρός, χαζολογώντας στα αξιοθέατα, στα πανέμορφα τοπία, στις παραλίες, στα σκαλωτά καντούνια, στις ζωντανές «ζωγραφιές» του νησιού. Έτσι ρηχά, έτσι επιφανειακά, όσο και το «βάθος» των καρτ-ποστάλ που πωλούνται στα μαγαζιά με τα τουριστικά είδη.
Σπατάλησα έναν ολόκληρο μήνα ζωής, από τον οποίον πήρα μόνο την γλυκιά του γεύση. Πώς τρως ένα ωραίο γλυκό; Έτσι ακριβώς. Ήταν όλα μια χαρά. Αλλά, στην επιφάνεια! Και την ώρα την «περίεργη», κάνω την ανάλογη ερώτηση.
–Δε μου λες ρε Θέμις, έχει ενδιαφέρον η ζωή έτσι; Κι εκεί, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τη μεγάλη παγίδα!…
Το επιφανειακό πέρασμα από το χώρο κι από το χρόνο. Αυτό που περιγράφει το λαϊκό άσμα -και ουδέποτε δέχτηκα- πως δηλαδή: Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα κι ώσπου να ’ρθεί το δειλινό, από την άλλη βγήκα». Τόσο μίζερα. Έτσι… μάταια. Έ λοιπόν αυτήν την περιγραφή της ζωής την «χαρίζω» στον στιχουργό, αφήνω- όσους την δέχονται ως ρεαλιστική αλήθεια-στον κόσμο τους και… τινάζοντας από πάνω μου, τη «σκόνη», τη «μούχλα» και τις «αράχνες» του μήνα, μπουκάρισα στο βιβλιοπωλείο και άνοιξα τα παραθυρόφυλλα της ψυχής και του νου, να μπει ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ στη ζωή, τον οποίον είχα στείλει… διακοπές!!!
Αγνώντας. Όμορφο λιμανάκι, στεφανωμένο με πυκνή βλάστηση πεύκων. Και λοιπόν; Τράβηξα και φωτογραφίες… Όταν όμως διάβασα, πως η περιοχή πήρε το όνομά της από τον Ολυμπιονίκη -που μετά τη νίκη του σε αγώνα δρόμου, αποβιβάστηκε κατά την επιστροφή του εδώ και οι συμπατριώτες του προς τιμήν του, έδωσαν το όνομά του στον κόλπο- τότε, ήρθαν και ζωντάνεψαν τα πάντα γύρω…
Πεπάρηθος. 569 προ Χριστού. Όλοι οι κάτοικοι του μικρού νησιού, μαζεμένοι εδώ, περίμεναν τον «Αθάνατο» -πλέον- Ολυμπιονίκη Άγνωνα. Σε κάποια στιγμή, φάνηκε το ξύλινο πλοίο να μπαίνει στον κόλπο και οι ιαχές του κόσμου έφτασαν μέχρι τα πέρατα του ουρανού. Από εκεί, απ’ όπου σήμερα εγώ, μέσω του προσωπικού μου «δορυφόρου», παίρνω τον ήχο και την εικόνα και ΖΩ(!) ό,τι δεν έζησα τόσον καιρό που απλά περιφερόμουν -σχεδόν αδιάφορα- στα καθαγιασμένα από τη Ζωή, τούτα χώματα.
Στάφυλος. Όμορφος όρμος, που φτάνεις στην παραλία του από κατηφορικό δρόμο και στη συνέχεια κατεβαίνοντας αρκετά σκαλοπάτια. Κολύμπησα πολλές φορές μέσα στο μήνα στα γαλαζοπράσινα νερά του. Έ και;… Ο Στάφυλος, όμως, πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο μυθικό ήρωα, του οποίου ο τάφος και το ξίφος, βρέθηκαν στη «μύτη», προς το δασωμένο ακρωτήρι που προστατεύει τον όρμο. Το δε ξίφος του με τη χρυσή λαβή, βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Κι άλλες λοιπόν ανθρώπινες ρίζες -με του κόσμου τα παράξενα ιστορήματα- χάνονται βαθειά και σ’ αυτό το πανέμορφο κομμάτι της γης και της θάλασσας. Ρίζες, που επιμηκύνουν τη ζωή, όποιου διαβάτη τις «ποτίσει», για να διατηρηθούν ζωντανές, σαν να ’ναι δικές του….
Αλλά μήπως τελικώς είναι; Και τούτη η αναζήτηση θα συνεχιστεί. Ίσως έτσι, να απαντήσουμε, στο εάν η ζωή μας είναι τόσο μικρή, τόσο λίγη, τόσο-όσο… έτυχε!