Τα καλοκαίρια του ’50 και του ’60 τα περνάγαμε στο σπίτι του παππού, στον Παράδεισο Αμαρουσίου. Ο Παράδεισός μας, μόλις εννέα χιλιόμετρα απ’ την Αθήνα, ήταν για μας τα παιδιά μια όαση ελευθερίας, παιχνιδιού και ξεγνοιασιάς. Φεύγαμε απ’ το πρωί με τα ποδήλατά μας κι αλωνίζαμε στους δρόμους του πανέμορφου προαστίου, φθάνοντας μέχρι το ρέμα του Πολυδρόσου ή την πλατεία Δούρου, για παγωτό ή για επισκευή των διτρόχων μας, στο περίφημο ποδηλατάδικο του Πέτσα.
Το σπίτι του παππού υψώνονταν περήφανο στη γωνία των οδών Άλσους και Παραδείσου. Διώροφο, με τον ίσκιο της μεγάλης βελανιδιάς να το σκεπάζει, την όμορφη πέτρινη βεράντα και τα παρτέρια με το αγιόκλημα και τα γιασεμιά. Απέναντι, προς την οδό Άλσους, το πυκνό δάσος του Μιμικόπουλου και μπροστά στην οδό Παραδείσου μια απέραντη ασημένια θάλασσα από ελιές, που νωρίς ένα τμήμα τους αποψιλώθηκε για να γίνει ο «Ιππικός Όμιλος».
Σε όλο το μήκος της οδού Παραδείσου, ανάμεσα σε χωράφια με ποτιστικά, όμορφα χτισμένες βιλίτσες φιλοξενούσαν τα σπίτια των φίλων μας. Λίγο πιο πάνω από μας, το σπίτι της Γερμανίδας Μάργκαρετ Τρύφωνος, με τις τέσσερις πανέμορφες κόρες της, «τα γερμανάκια» όπως τα λέγαμε, απέναντί μας το σπίτι των αδελφών Κάτσαρη και ψηλά στην ανηφόρα τα δίδυμα σπίτια των αδελφών Καρακάση. Πόσες ατελείωτες παρτίδες τάβλι δεν παίχθηκαν κάτω απ’ την πυκνή σκιά των πεύκων της αυλής των Καρακάσηδων και πόσα παιχνίδια, γέλια, τρεξίματα και κρυφτό στις αμέτρητες κρυψώνες που πρόσφεραν αυτά τα δύο φιλόξενα σπίτια.
Οι γονείς μας μάς έχαναν, αλλά καθόλου δεν νοιάζονταν ή ανησυχούσαν. Κάθε απόγευμα, η παρέα με τα ποδήλατα άρχιζε τις βόλτες. Από τη Στάση με τα κυπαρίσσια του Χωματιανού, απέναντι στον Άγιο Θωμά ή στο εκκλησάκι, μέχρι το σπίτι του Τζων και μετά αγώνες στις ανηφόρες και κατηφόρες της αλάνας, όπου τα άχτιστα ακόμα τότε «οικόπεδα ‘Αγγελοπούλου».
Στις αρχές του καλοκαιριού γεμίζαμε τσέπες και ποδιές με υπέροχα βερίκοκα, από τις τρεις βερικοκιές του κήπου μας και εκεί κατά το τέλος του Αυγούστου, ρημάζαμε τις φιστικιές των Καρακάσηδων, με τις μεσημεριάτικες επιδρομές μας. Άσε πια τα σύκα και τα σταφύλια που τα βρίσκαμε άφθονα εδώ κι εκεί.
Ήταν τόσο όμορφος ο Παράδεισός μας! Μόλις έστριβες από την Κηφισιάς σε καλωσόριζε η μεγάλη πέτρινη βίλα του Αλεξανδράκη, με τον νερόμυλο και τα μποστάνια της και λίγο πιο πάνω συναντούσες το εργαστήριο κεραμικής της περίφημης κεραμίστριας Τριανταφυλλίδη. Λόγω της ομορφιάς και της ησυχίας που πρόσφερε το μέρος, ξεφύτρωσαν γρήγορα μικρά «πονηρά» ξενοδοχεία και σφιχταγκαλιασμένα ανέβαιναν την οδό Άλσους κάθε απόγευμα τα ζευγαράκια.
Εκεί, προς τις αρχές της δεκαετίας του ’60, στην παρέα μας προστέθηκαν δύο ακόμα φίλοι. Τα αδέρφια Ζηρίδη, ο Παναγιώτης και η Κατερίνα. Το ολοκαίνουργιο σχολείο τους είχε μόλις μεταφερθεί στον Παράδεισο από την πλατεία Βικτωρίας και περήφανα τ’ αδέρφια μάς ξεναγούσαν στις ολόφωτες αίθουσες με, τα καλογυαλισμένα θρανία και την επιβλητική «αίθουσα τελετών».
Με γδαρμένα γόνατα και αγκώνες απ’ τα πεσίματα και τα παιχνίδια, γυρίζαμε αμέριμνα, χωρίς περιορισμούς και μαζευόμασταν κατάκοποι για φαΐ αργά το βράδυ. Το αεράκι, με τη μυρωδιά της πευκοβελόνας, ερχόταν απ’ το δάσος κι ένας γρύλος συνόδευε τον ύπνο μας, συχνά έξω στο μπαλκόνι, κοιτάζοντας τ’ αστέρια.
Ευκολίες, βέβαια, τότε δεν υπήρχαν. Το νερό ερχόταν μόνο για λίγες ώρες, κυρίως το βράδυ και γεμίζαμε ντεπόζιτα και νταμιτζάνες, το δροσίζαμε σε στάμνες και κάναμε μπάνιο με νερό που ζεσταίνονταν στο καζάνι με τα ξύλα. Οι μεγάλοι ζορίζονταν, αλλά εμείς τα παιδικά μας χρόνια δεν τα περάσαμε μαντρωμένοι σε παιδικές χαρές ή σε μπαλκόνια, με σύρματα που μοιάζουν με κοτέτσια. Είχαμε τον Παράδεισό μας… τον χαμένο μας Παράδεισο!
Κανείς όμως δεν μπορεί να μας στερήσει αυτή την πλούσια ανεκτίμητη κληρονομιά των παιδικών μας αναμνήσεων.
Ιωάννα Ζούμπερη
Δημ. Χαϊμαντά 8 – Μαρούσι