Η Λόλα του Φώτου. (Παραμυθένιο σκάρφισμα των ημερών). Μια φορά κι έναν καιρό που λες…. Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, το Μαρούσι ήταν πνιγμένο στα πεύκα, στις ελιές, τις αμυγδαλιές, στ’ αμπέλια και τα περιβόλια, με όλων των ειδών τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα, ανάλογα με την εποχή. Λουζόταν από τρεχούμενα νερά που περνούσαν μέσα στις αμπολές, για να ποτίσουν τα χωράφια και να δώσουν καλά γεννήματα. Μα δεν ήταν μόνο αυτά που έκαναν τον Τόπο πανέμορφο και ξακουστό. Ήταν και τα μικρότερα δώρα του Θεού, τα οποία στόλιζαν την εύφορη γη όλες τις εποχές του χρόνου, με κάθε λογής αγριολούλουδα, βότανα, χόρτα για μαγειρέματα, που τ’ αγαπημένα των παιδιών ήταν οι πίτες και οι λαπαθοκεφτέδες. Αλλά και τα ξωκκλήσια, τα ακροβολισμένα γύρω από το χωριό -να το φυλάνε από το κακό- ήταν κι αυτά κεντίδια μέσα στην τεράστια απλωσιά του. Και μετά, τα γεφύρια, οι ανεμόμυλοι που άγγιζαν τον πεντακάθαρο ουρανό για να φέρουν το νερό των πηγαδιών μέσα στα μεγάλα αρχοντικά. Σ’ αυτό το Μαρούσι που λες, συνέβη ένα θαύμα τέτοιες μέρες.
Τοπογράφει η Θέμις Μαυραντή
Στο κέντρο αυτού του τόπου, η οδός Διονύσου παρουσίαζε μια παραξενιά. Από τη μία πλευρά υπήρχαν δύο αρχοντικά μέσα σε τεράστιους πανέμορφους κήπους όπου περίσσευε ο πλούτος: του Ρόδιου και του Κούβελου, τα οποία χώριζε το μικρό δρομάκι της Σόλωνος. Απέναντι, η εικόνα ήταν ακριβώς αντίθετη. Απλά σπιτάκια «μακρινάρια» στη σειρά με τις αυλές εσωτερικές και δύο μικρά δίπατα «πυργάκια» ενδιάμεσα, ήταν απλωμένα κατά μήκος του δρόμου. Εδώ, το κουμάντο το έκανε η ανέχεια. Τα αρχοντικά δεν είχαν ούτε ένα παιδί, ενώ τα απέναντι ήταν γεμάτα.
Μια φορά λοιπόν, η χρονιά δεν πήγε καθόλου καλά κι ο χειμώνας έπεσε πολύ βαρύς. Μπήκε ο Δεκέμβρης και τα φυλαγμένα τρόφιμα, μέρα τη μέρα λιγόστευαν στα φτωχά νοικοκυριά. Τα στόματα πολλά και τα παιδιά πάντα πεινασμένα. Η κυρά Άννα η χήρα, είχε οχτώ. Η κυρά Κατίνα δίπλα τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Η θεια Βασίλω τέσσερα αγόρια. Σύνολο: δέκα επτά παιδικά στόματα, κι άλλα τόσα μισοξυπόλυτα ζευγάρια πόδια, και παγωμένα χέρια, που πάσχιζαν να ζεσταθούν κάτω από τις μασχάλες.
Ο Δεκέμβρης άλλαζε τις μέρες τη μια μετά την άλλη, αδιάφορος για όλα τούτα. Πέρασαν τα Νικολοβάρβαρα, του Αγίου Σπυρίδωνα κι ο χρόνος «έτρεχε» να συναντήσει τη μεγάλη γιορτή, με άδεια χέρια.
Λίγες μέρες έμεναν πριν τα Χριστούγεννα. Η Ρηνιώ του Φώτου κανόνιζε τις δουλειές της. Έμενε στο γωνιακό, στην άκρη της αλυσίδας
των σπιτιών με τα πολλά παιδιά. Κάποτε είχε δύο παιδιά. Το κοριτσάκι της το έχασε πολύ μικρό. Ο γιος μεγάλωσε και έφυγε να βρει την τύχη του στην Αμερική. Εκεί παντρεύτηκε κι ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Χρόνια μόνη κι η καρδιά σκλήρυνε από τη μοναξιά και τα χτυπήματα της μοίρας.
Δεκατέσσερις Δεκέμβρη. Παγωμένο σούρουπο και η γυναίκα αμπάρωσε τη μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα, έριξε μια ματιά στο κοτέτσι και στη Λόλα, πήρε στην ποδιά δυο μεγάλα κούτσουρα για το τζάκι, και μαζεύτηκε μέσα. Η Λόλα ήταν μία τεράστια γουρούνα, άγρια, που δάγκωνε σαν σκύλος, κι όποτε βρέθηκε έξω στο δρόμο, έσπειρε τον πανικό σε μικρούς και μεγάλους και μόνο αυτή την έκανε ζάφτι. Την επομένη θα πούλαγε το ζώο στο χασάπη και θα έβαζε τα λεφτά στην πάντα, κατά πως το συνήθιζε.
Σαν καλοξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, αναστατώθηκαν οι γύρω γειτονιές. Η Λόλα του Φώτου, είχε εξαφανιστεί. Η πόρτα ήταν αμπαρωμένη όπως την είχε αφήσει η νοικοκυρά, αλλά εκείνη άφαντη….
Όλη μέρα μέχρι αργά το απόγευμα, έψαχναν μικροί μεγάλοι, χωρίς αποτέλεσμα. Νύχτωσε πια για τα καλά και η θεια Ρηνιώ, έβαλε την βαριά αμπάρα στην εξώπορτα, έριξε μια ματιά στην άδεια γωνιά του ζώου και την πήρε ξανά ο θυμός. Μου την κλέψανε! Δεν μπορεί. Την κλέψανε οι διπλανοί. Οι πεινασμένοι!… Αλλά πώς; Η πόρτα ήταν όπως την είχα από βραδύς. Αμπαρωμένη. Δεν καταλαβαίνω Χριστέ μου, δεν καταλαβαίνω. Μονολογούσε όλο το βράδυ. Την επόμενη μέρα, τα ίδια. Η κυρά Ρήνη να οργώνει το Μαρούσι να βρει τη γουρούνα, οι γείτονες επίσης και το σούσουρο για το συμβάν, να τροφοδοτεί τις συζητήσεις στους καφενέδες. Έφτασε 19 ο Δεκέμβρης. Ξημέρωνε Κυριακή και η Ρηνιώ απελπισμένη πια, παρακάλεσε με όλη της τη ψυχή, να βρεθεί και να την κάνει χαλάλι, να τη φάνε τα φτωχά, να γιορτάσουν χορτάτα τα Χριστούγεννα. Έπεσε να κοιμηθεί και η καρδιά της παρηγορήθηκε από την «απόφαση» που πήρε, έστω και τη στιγμή που ήταν σίγουρη, πως η Λόλα ήταν ήδη παστή σε κάποιο κελάρι. Την πήρε ο ύπνος εύκολα. Ξύπνησε αχάραγα. Ένα όνειρο την έκανε να πεταχτεί από το κρεβάτι. Η γουρούνα της που την έτρεφε τόσον καιρό, βρέθηκε. Πού και πώς, δεν είδε. Αλλά βρέθηκε!…
Ξημέρωσε κι η καμπάνα των Αγίων Αναργύρων σήμανε για την Κυριακάτικη λειτουργία. Σε λίγο, χτυπούσε δυνατά και η αυλόπορτα της Φώταινας. Ποιος είναι; Έκανε ξαφνιασμένη από μέσα. Εγώ ο Μιχαλάκης. Ήταν ο μικρός της κυρά Μαρίας. Η Λόλα βρέθηκε, φώναξε το παιδί με το που άνοιξε η πόρτα. Πού; Ρώτησε αλαφιασμένη. Έλα να δεις. Την τράβηξε απ’ το χέρι και την πήγε τρέχοντας μέχρι το εκκλησάκι. Εκεί, ο παπά-Λεωνίδας με άλλους που είχαν έρθει για τη θεία λειτουργία, είχαν κάνει κύκλο γύρω από ένα κυπαρίσσι. Πλησίασε η γυναίκα και τι να δει. Η Λόλα, ήταν δεμένη στο δέντρο με κόκκινη μεταξωτή κορδέλα με μεγάλο φιόγκο στο λαιμό, στολισμένη για γιορτή. Ποιό; Αυτό το θηρίο! Ο φόβος κι ο τρόμος του κόσμου. Σταυροκοπιόταν ο παπάς, οι πιστοί και η θεια Ρηνιώ μαζί. Μπήκε στην εκκλησιά, άναψε ένα κεράκι, πήρε τη γουρούνα της γλυκά-γλυκά από την άκρη της κορδέλας σαν σκυλάκι και την έφερε σπίτι….
Όλο το Μαρούσι έμαθε το θαύμα και την παραμονή των Χριστουγέννων, οι νοικοκυρές που είχαν τα κουμάντα τους, πέρασαν από το σπίτι του Φώτου, με γλυκά, ψωμί, οπωρικά, να μάθουν και τα καθέκαστα από πρώτο χέρι. Εκείνη με τη σειρά της, φίλευε τα φτωχά της γειτονιάς κι ήταν η πρώτη φορά που δεν έμεινε μόνη της, χρονιάρες μέρες.
Η μεγάλη αυλόπορτα έμεινε ανοιχτή, το χοιρινό γέμισε το γιορτινό τραπέζι της, τα οχτώ παιδιά της κυρά Άννας και οι δυο γυναίκες, κάθισαν γύρω από αυτό και μεγάλα κομμάτια από το «θαύμα», μοσχοβόλησαν στα φτωχά σπιτικά με τα πολλά παιδιά, όλες τις χρονιάρες μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Έτσι, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς που μάθαμε για το θαύμα, καλύτερα.