Αλλά οι συνθήκες ζωής στο γαλλικό Σουδάν είχαν ρευστοποιηθεί και έως ότου αποκατασταθεί η τάξη είχαν έλθει στην Ελλάδα. Κάποιοι συγγενείς ακόμη μικρασιάτες, ίσως θα υπήρχαν. Έκτισαν σπίτι, έζησαν σ’ αυτό πολλά χρόνια, αλλά η βούλησή της ήταν να επιστρέψουν στο Σουδάν με την αποκατάσταση της ειρήνης στον τόπο εκείνο. Σήμερα στη γειτονιά που έζησαν, ούτε το όνομά τους δε θυμούνται. Και ήταν πολύ δύσκολο να το θυμάται κανείς. Μπουκαλμπάς, Μπουκαλμπασής ή κάπως έτσι. Άλλωστε αυτή η γειτονιά που έζησαν τότε, είναι αγνώριστη σήμερα.
Κατά την παραμονή τους στο Μαρούσι, άνοιγαν το σπίτι τους, έκαναν δεξιώσεις, δέχονταν γνωστούς και φίλους, που κατέφθαναν με άμαξες από το σιδηροδρομικό σταθμό. Δεξιώνονταν τις εσπέρες στις μεγάλες βεράντες του σπιτιού τους, που φωτιζόταν από γυάλινες λάμπες πετρελαίου. Ο κήπος φωτιζόταν από λυχνίες ασετυλίνης. Ηλεκτρικό τότε είχε μόνο το κέντρο του Μαρουσιού και μερικά άλλα σπίτια γύρω από αυτό, αρχοντικά βέβαια, όπως επίσης και μερικά ξενοδοχεία του Μαρουσιού και της Κηφισιάς. Την ηλεκτροδότηση είχε αναλάβει μια ιδιωτική επιχείρηση, «Φοίνιξ» για πολλά χρόνια, πριν αναλάβει η Πάονερ, για να καταλήξει στη ΔΕΗ.
Στον κήπο παρέθεταν δείπνα, λικνίζονταν στις αιώρες κάτω από τις φοινικιές, παίζανε με τους παπαγάλους και τους πιθήκους. Κάποτε η αρσενική μαϊμού έριξε κι έσπασε τα μπουκάλια, που είχαν τοποθετήσει στον ήλιο οι κυρίες του σπιτιού με περιεχόμενο το περίφημο βύσσινο λικέρ, μια συνήθεια καθαρά μαρουσιώτικη. Ο υπηρέτης την απείλησε και αυτή έτρεξε και κρύφτηκε στο δασόκτημα Συγγρού. Εγκαταστάθηκε στον περιστεριώνα της Στάσας. Γευόταν τα αβγά, έπνιγε τους νεοσσούς και λεηλατούσε τις κυψέλες του Ρεμπίκου, τρώγοντας το μέλι από τις κερήθρες. Ο υπηρέτης την καλούσε με φωνές αλλά εκείνη δεν υπάκουε. Κατέβαινε στη Σταυρωτή Στέρνα, το όμορφο οικοδομικό έργο του Συγγρού, πλενόταν, έπινε νερό και σκόρπιζε το φαγητά των εργατών, μαγαρίζοντάς τα. Το ζουλάπι αυτό οι μαρουσιώτες εργάτες στο δασόκτημα το απέφευγαν, τους ενοχλούσε και θυμούνταν πως μαϊμού είχε δαγκώσει το βασιλιά Αλέξανδρο στο Τατόι και δεν είχαν καλές αναμνήσεις. Πάντως η μαϊμού ξαναγύρισε στο σπίτι, όταν ο υπηρέτης έφερε κοντά του το ταίρι του, την άλλη μαϊμού.
Μερικές βραδιές στον κήπο οι φιλοξενούμενοι σε στιγμές κεφιού παίζανε με τους πιθήκους, πετώντας τους χουρμάδες και ενθυμούνταν τους παραδοσιακούς εθιμοτυπικούς σουδανέζικους χορούς με τον ήχο του ταμ ταμ, προς μεγάλη ευχαρίστηση των πιθήκων, που σκαρφάλωναν στα δέντρα και από εκεί έφτυναν τους σπόρους από τους χουρμάδες πάνω τους.
Ο γαλλοσουδανέζος κύριος και οι κυρίες για κάποιο διάστημα παρέδιδαν μαθήματα γαλλικής στο σπίτι τους. Χρήματα δεν έπαιρναν από τους μαθητές τους παρά μόνο αγροτικά προϊόντα: πατάτες, στάρι, αλεύρι, λάδι κ.λ.π. Η οικογένειά τους ζούσε λιτά και λίγο δύσκολα. Είχαν περιοριστεί στα απαραίτητα του σπιτιού τους.
Έως ότου κάποιο πρωινό, ένα μεγάλο καμιόνι φόρτωσε τα πράγματά τους, για να επιστρέψουν, όπως μάθαμε στο Σουδάν. Μερικοί είπαν πως ο γαλλοσουδανέζος Έλληνας μαρουσιώτης ήταν πολιτικός φυγάς και όταν αποκαταστάθηκαν τα πράγματα στην περιοχή, που είχε αποκτήσει τη μεγάλη του περιουσία γύρισε εκεί στην Άνω Βόλτα, όπου το γαλλικό Σουδάν κοντά στην καμπή του ποταμού Νίγηρα από το 1922 είχε λάβει αυτήν την ονομασία.
Θαρρώ πως μερικοί μαρουσιώτες τον ακολούθησαν αργότερα. Νυμφεύτηκαν σουδανέζες, έκαναν οικογένεια και δημιούργησαν ένα μικρό πυρήνα μαρουσιώτικου στοιχείου στην Αφρική, ιδιαίτερα στα δύσκολα μετακατοχικά και μετεμφυλιακά χρόνια. Έζησαν εκεί, έγραψαν επιστολές για τη σκληρή ζωή τους εκεί, δεν απέκτησαν ίσως την αίγλη του γαλλοσουδανέζου μαρουσιώτη, αφομοιώθηκαν, πέθαναν εκεί, αφήνοντας απογόνους με την οδυνηρή νοσταλγία μιας ποθητής ημέρας επιστροφής στο Μαρούσι, τον τόπο της καταγωγής τους. Το Μαρούσι όμως με τα χρόνια τους λησμόνησε και οι απόγονοί τους εντελώς αυτό. Και αυτό έγινε μια ανάμνηση.
Δημήτρης Μασούρης