Τον βλέπαμε πάντα να βγαίνει στον κήπο του με ένα σκαλιστήρι στα χέρια ν’ ανασκαλεύει το χώμα, να φυτεύει σπόρους και να φροντίζει τα φυτά του. Μετά έπαιρνε το ποτιστήρι του και τα κατάβρεχε. Νερό περνούσε άφθονο έξω από τον κήπο του. Ένα ρυάκι κυλούσε ασταμάτητα μέρα νύχτα.
Ήταν ψηλός αδύνατος, ρικνός, σγουρομάλλης μαύρος σαν κάτι ανάμεσα νέγρου και αιθίοπα, μ’ ένα χρυσό χαλκά στη μύτη του πάντα ελαφρά ντυμένος με κάτι υφασμάτινα φανταχτερά ρούχα κόκκινα, πορτοκαλί, πράσινα με λουλούδια, που μας ξένιζαν. Γεννημένος στην Αφρική από Έλληνα πατέρα –ίσως μικρασιάτη– και Σουδανέζα μάνα, είχε αποκτήσει τις εκεί συνήθειες.
Παίζαμε σε μιαν αλάνα απέναντι από την οδό Μυκάλης, που ήταν το σπίτι του. Λίγο παραπάνω περνούσε η λεωφόρος Μεταξά, πριν ονομαστεί αυτή Αμαρυσίας Αρτέμιδος, για να καταλήξει σε Κηφισιάς. Ήταν ένας δρόμος άφτιαχτος, χαλικοστρωμένος, γεμάτος πικροδάφνες ροζ και λευκές, με κάτι πανύψηλους ευκάλυπτους απέναντι από τα πρώτα προσφυγικά (1914) του Αναβρυτά.
Το σπίτι του έμοιαζε σαν ανοιχτό πέταλο με πολλά δωμάτια ανατολικά, που έβλεπαν όλα σε μεγάλες βεράντες με υπόγειο και αποθήκη. Ολόγυρα κήπος απέραντος με φοίνικες -ένας από αυτούς σώζεται μέχρι σήμερα- λωτούς και άλλα δέντρα είχε πλούσια βλάστηση. Ήταν ένα απόμακρο από την κίνηση του Μαρουσιού σπίτι κάτω από το δασόκτημα Συγγρού. Μέσα σ’ αυτό το σωστό παράδεισο υπήρχαν αιώρες, πολλά κλουβιά με παπαγάλους και ένα ζευγάρι πίθηκοι, που τότε εμείς τους λέγαμε μαϊμούδες.
Δίπλα ήταν ένα άλλο μεγάλο χτήμα, που είχε μια ξυλοκατασκευασμένη έπαυλη και ολόγυρα οπωροφόρα δέντρα αμυγδαλιές, καρυδιές, συκιές κ.λ.π. Τα δέντρα δέχονταν τις επιθέσεις των δύο πιθήκων, όταν τελείωναν οι χουρμάδες από τους φοίνικες. Οι πίθηκοι ήταν ζευγάρι -αρσενικό, θηλυκό– και πολλές φορές έκαναν επιθέσεις στους ορνιθώνες της γειτονιάς, έτρωγαν αβγά ή ανασκάλευαν τη γη και έβγαζαν τα αράπικα φιστίκια –αραχίδες, τα έλεγε με το επιστημονικό τους όνομα ο αείμνηστος δάσκαλος της Γεωπονικής Σχολής Αγροτοπαίδων Ιφιγενείας Συγγρού Αλέξανδρος Σάντας– ή παραμέριζαν τις λάσπες της αμπολής, για να βγάλουν κάτι θρεμμένες σκουληκαντέρες.
Γενικά η κατοικία του με τα υψηλόκορμα δέντρα της περιοχής θύμιζε Αφρική. Ο κύριος με την οικογένειά του, που αποτελούνταν από τη γυναίκα του, την αδελφή του –νέοι άνθρωποι μελαψοί, παιδιά δε βλέπαμε να είχαν– και ένα ζευγάρι πιστών Σουδανέζων υπηρετών είχε διαλέξει να εγκατασταθεί στο Μαρούσι, όταν έφυγε από το γαλλικό Σουδάν της Αφρικής, όπου είχαν αποκτήσει τεράστια περιουσία από βαμβακοκαλλιέργειες. Όλοι τους ήταν γαλλομαθείς ευκατάστατοι, αξιοπρεπείς άρχοντες. Και φαίνεται πως από πολύ παλιά η οικογένειά του είχε μεταναστεύσει στο γαλλικό Σουδάν, όπως και μερικοί άλλοι Έλληνες του φλόγινου διωγμού για εξεύρεση καλύτερης τύχης. Εκεί ασχολήθηκε με επιχειρήσεις βαμβακοκαλλιέργειας κοντά στη φυλή Μπουρνού.