❍ ❍ ❍
Δεν σήκωνε ο κύριος Βορρές το ψέμα, την αδικία, την ανεντιμότητα. Γι αυτό και με τη ζωή του, ως ζωντανό παράδειγμα, «δίδασκε» την Αξιοπρέπεια, την Ευπρέπεια, την Εντιμότητα και τη γενναία προσφορά όπου υπήρχε ανάγκη. Κι έτσι έχασε στην Κατοχή την περιουσία του. Την ξόδεψε να ταΐζει κόσμο.
– Κύριε Τζων έχω μια γειτονοπούλα που έχει ανάγκη να δουλέψει. Ήταν ο μπάρμπα Γιάννης ο Αλεπούς, τον οποίο είχε επιστάτη στο κτήμα.
– Πόσο χρονών είναι; ρώτησε.
– Δεκαπέντε.
– Μα είναι παιδί ακόμα.
– Σας παρακαλώ κύριε Τζων, είναι ορφανό από πατέρα και στο σπίτι είναι μ’ αυτήν εφτά στόματα που πρέπει να φάνε.
– Φέρ’ την, είπε εκείνος κι έτσι πήγα στη δουλειά.
Με πρόσεχε, με προστάτευε, γιατί καταλάβαινε τι πάει να πει φτώχια από ορφάνια.
Κάποτε αρρώστησα βαριά και έμεινα στο σπίτι. Όταν ξαναπήγα στη δουλειά, μου έδωσε όλα τα μεροκάματα σαν να τα είχα δουλέψει! Όσο δε ήμουν άρρωστη, έστελνε με τον μπάρμπα-Γιάννη καλάθια γεμάτα τρόφιμα. Αλλά κι εγώ, του δούλεψα σαν δύο άντρες μέχρι που αρραβωνιάστηκα.
❍ ❍ ❍
Μας έλεγε η μητέρα σε ατέλειωτες κουβέντες μας, τις ιστορίες της οικογένειάς της, της ζωής της, που μέσα σ’ αυτήν, ήταν και ο κύριος και η κυρία Βορρέ.
Κι άνοιγε το φάκελο με τις φωτογραφίες και μας …ξεναγούσε σ’ έναν τόπο, σ’ έναν κόσμο που τον μνημόνευε με αγάπη, σεβασμό, ευγνωμοσύνη.
– Εδώ είμαστε στη «Λίμνη με τα Νούφαρα» όπου γυρίστηκε και το ομώνυμο κινηματογραφικό έργο.
– Εδώ ο κύριος Τζων στο κυνήγι της αλεπούς, εδώ…, εδώ… και οι φωτογραφίες πάντα έφερναν και μια ιστορία…
– Εδώ, είμαστε μπροστά στη βίλα, και στην άλλη, όταν η κυρία Ελένη –με τη ρόμπα– έγινε καλά μετά από κάποιο επεισόδιο της ασθένειας, η οποία τελικά την κατέβαλε. Δίπλα της ο θεράπων ιατρός της, στη συνέχεια ο μπάρμπα-Γιάννης Αλεπούς –μαραθωνοδρόμος– με το χέρι στη μέση και το περήφανο μουστάκι και πίσω τους ο κύριος Τζων. Όλοι χαμογελαστοί, χαρούμενοι γιατί η κυρία Ελένη σηκώθηκε από το κρεβάτι και ήταν καλά.
Τελικά, με την πάροδο του χρόνου έμεινε παράλυτη. Το ανδρόγυνο χώρισε από κλίνης, κι αργότερα, χώρισε με συναινετικό διαζύγιο για το λόγο που αναφέρεται στο βιβλίο.
Ο Μίμης Αλιμπέρτης
– Τον κύριο Βορρέ τον γνώρισα, μου είπε μεταξύ άλλων ο κύριος Μίμης Αλιμπέρτης, και με συγκίνησε πολύ που γράψατε γι’ αυτόν.
Μέναμε κοντά στο κτήμα. Ήταν υπέροχος άνθρωπος. Μας έδινε καραμέλες στα παιδιά. Μας άφηνε να μπαίνουμε στο κτήμα… Περνούσε από μπροστά μας και τα παιδιά έλεγαν: Αυτός ο άνθρωπος κοιτάει κάτω μην τυχόν και πατήσει κανένα μυρμήγκι…
Όταν ήταν Δήμαρχος, στενοχωριόμουν πολύ που έβλεπα πως δεν του φέρονταν καλά….
Τον κοροϊδεύουνε τον άνθρωπο επειδή είναι ευγενής. Κερνάει τους εργάτες του Δήμου λεμονάδες, πορτοκαλάδες, “ό,τι θέλουν τα παιδιά>…
Αυτό, και άλλα σχετικά, μου είχε πει θείος μου ο οποίος δούλευε στο Δήμο και στενοχωριόταν κι αυτός, για την επικρατούσα φαυλότητα η οποία ώθησε δύο φορές τον Δήμαρχο Ιωάννη Βορρέ να παραιτηθεί του αξιώματός του…
Τελικά…
Ο Τζων – Ιωάννης Βορρές, νομίζω πως μας άφησε ως παρακαταθήκη και τούτο: Μπορεί τα πάθη και τα φαύλα να πληγώνουν κάποιον άνθρωπο, μα όταν αυτός είναι ολοκληρωμένη προσωπικότητα δεν μαγαρίζεται, δεν αλλοιώνεται.
Καταφέρνει τελικώς, να ορίσει το δικό του Τοπίο πέρα από τη φαυλότητα. Και ιδού ένας Άνθρωπος!…
Καααλή σας μέρα.