Τα Χριστούγεννα, μια φορά κι έναν καιρό, την κεντρική πλατεία της πόλης μας, τη στόλιζε ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο, τόσο πολύ ψηλό, που νόμιζες πως τα βράδια το αστέρι της κορυφής του αντάμωνε και συνομιλούσε με τα αστέρια του ουρανού.
Ήταν φορτωμένο με δεκάδες πολύχρωμα παιχνίδια και λαμπιόνια.
Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή
Όταν τις χειμωνιάτικες νύχτες άναβαν και τα αμέτρητα φωτάκια του, όλο το δέντρο γίνονταν μια υπέροχη ολοζώντανη φλόγα, που χωρίς να καίει, λαμπύριζε και φώτιζε την ανεμελιά του κόσμου που καμάρωνε το θάμβος της ομορφιάς του. Και αυτό ριγούσε κουνώντας απαλά τις άκρες στα κλαδιά του, συνοδεύοντας σαν ουράνια μουσική, τα αθώα γέλια και τις φωνούλες ενθουσιασμού που απλώνονταν ολόγυρα.
Αυτό το άγρυπνο χριστουγεννιάτικο δέντρο, που χρόνια ακούραστο στεκόταν στην ίδια θέση στην πλατεία, προστατεύοντας σαν ασπίδα την ψυχή από τα βέλη της φθοράς και της λύπης, φέτος, αυτά τα χριστούγεννα, δεν υπάρχει στη θέση του.
Θαρρώ, πως σκοτείνιασε ξαφνικά όλος ο γύρω χώρος από την απουσία της άγιας θωριάς του, κι ένιωσα για τον διπλανό μου, μια κοινωνική απόσταση, μια αποξένωση, τώρα που από το λεύκωμα των αναμνήσεων είχε σβηστεί η εικόνα της χαράς, που αθόρυβα και γαλήνια μου μετέδιδε κάθε χρόνο το λαμπροστολισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο και ο κόσμος που το κύκλωνε.
Απόρησα και ρώτησα, με μια σπίθα ελπίδας σφιχτοδεμένη στην ψυχή:
– Πού πήγε φέτος το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο;
– Ταξιδεύει… ταξιδεύει… σε άλλες χώρες, ξένες, μακρινές, άγνωστες… Αλλά φίλες μας, όπως ισχυρίζονται όλοι, αφού ανήκουν και αυτές στη μεγάλη και σπουδαία οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση!!
– Πότε θα γυρίσει; Τόλμησα να ρωτήσω. Και θα έχει όλα τα σπουδαία στολίδια του όταν θα γυρίσει πίσω στην πλατεία μας ή μήπως κάποια τα χάσει στα παράξενα ταξίδια του, σ’ αυτές τις άγνωστες «φίλες» χώρες, με τις διαφορετικές ψυχικές αποχρώσεις από αυτές που έχουμε εμείς;
Ο συνομιλητής μου απομακρύνθηκε σκεπτικός μουρμουρίζοντας:
– Αύριο λένε επιστρέφει…
– Αύριο θα ’ρθω πάλι για να το δω…
– Θα είναι στολισμένο όπως κάθε χρόνο;
Έφυγα κι εγώ, κάνοντας μια ενδόμυχη ταπεινή προσευχή:
«Μακάρι το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας να γυρίσει πίσω με τα στολίδια και τα λαμπιόνια του, με τα πολύχρωμα φωτάκια του. Μακάρι η εικόνα του να ανοίξει διάπλατα τα παράθυρα της ψυχής μας και ο τόπος μας να πλημμυρίσει γαλήνη και φως.
Την άλλη μέρα είχε επιστρέψει το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ήταν στημένο στην ίδια θέση. Ψηλό, περήφανο, σιωπηλό, αλλά άδειο… Καταπράσινο, με τα κλαδιά του μπερδεμένα και πληγωμένα από το πολύμηνο ταξίδι, αλλά ζωντανά και σταθερά στο άνοιγμα της αγκαλιάς τους.
Η εικόνα του ήταν η αποθέωση της απογύμνωσης και της ισοπέδωσης. Ήταν φανερό ότι με τις ξένες «φίλες χώρες» που αναμετρήθηκε, η δική του φωνή ήταν αδύναμη και πνιγμένη, την ώρα που οι άλλοι ούρλιαζαν για την ασυδοσία του, τη διαφθορά του, και τον ξεπεσμό που κουβαλούσε επάνω του, κουνώντας απειλητικά τα δάχτυλα και ξεκρεμάζοντας βίαια από επάνω του ένα -ένα τα πολύτιμα στολίδια του, τα λαμπιόνια και τα φωτάκια του, που αιώνες φώτισαν την ανθρωπότητα, με τη μοναδική και τέλεια ωραιότητα της σοφίας και της γνώσης…
Οι «φίλες χώρες», άρπαξαν από το χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας, την ιερότητα και την αξιοπρέπεια της ελληνικής ψυχής, με ένα φαύλο και ανίερο παιχνίδι, που είχαν σχεδιάσει πριν από αρκετά χρόνια με περίσσια προσοχή, και τώρα βιαστικά και ανεμπόδιστα το είχαν κάνει πράξη, ανοίγοντας ρωγμές απανθρωπιάς και εμπαιγμού στη συνείδηση όλων, αλλά ιδιαίτερα, πόνο, ανασφάλεια, απογοήτευση, και θλίψη στην καρδιά των παιδιών μας, που από τον ένα χρόνο μέχρι τον άλλο τη μετέτρεψαν σε ξερή γη με άνυδρες ψυχικές ρίζες.
Αυτή τη χρονιά, το χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας είναι γυμνό. Τραγικά συμβάντα πλήττουν τον σημερινό μας κόσμο.
Ανεργία, πείνα, απελπισία, και οργή, βαδίζουν χέρι – χέρι στους παγωμένους δρόμους.
Σταματήσαμε φέτος να μετρούμε λαμπιόνια και φωτάκια.
Μετρούμε μόνο πόσοι θα εξακολουθήσουν να στέκονται όρθιοι στην καταιγίδα που ήρθε, και συνεχίζει να έρχεται, και ευχόμαστε οι όρθιοι να είναι πολλοί…
Ελπίζουμε να είναι πολλοί, προσπαθώντας να αγνοήσουμε αυτή την παράξενη ψύχρα που διαπερνά καθημερινά το σώμα και την ψυχή μας… Προσπαθούμε… Και ελπίζουμε…