Κάποτε μας μοίρασαν μερικά τσιγάρα χύμα, των οποίων η ποιότητα ήταν απερίγραπτη. Μόλις τα άναβες έπαιρναν αμέσως φωτιά και πετούσαν σπίθες σαν βεγγαλικά. Στο πρώτο διάστημα το ηθικό μας ήταν πολύ χαμηλό και οι πιο αδύναμοι παρουσίαζαν μελαγχολία, εμφάνιζαν υστερική συμπεριφορά ή έκλαιγαν και γελούσαν χωρίς λόγο. Σιγά-σιγά, όμως, οργανωθήκαμε και ορίσαμε υπεύθυνους σε διάφορους τομείς, όπως η ατομική καθαριότητα, η διανομή του συσσιτίου, η μέριμνα και η περιποίηση των αρρώστων. Θεραπευτήριο δεν υπήρχε και η μόνη ιατρική μέριμνα ήταν δυο χούφτες χάπια που τα μοίραζε στους ασθενείς μας δικός μας νοσοκόμος. Επαφή με τον έξω κόσμο δεν είχαμε καθόλου. Μόνο μια φορά ύστερα από 30 ημέρες λάβαμε, μέσω του Ερυθρού Σταυρού λογοκριμένα γράμματα των δικών μας. Η μόνη γραπτή απάντηση που είχαμε δικαίωμα να δώσουμε, ήταν «είμαστε καλά», τίποτε άλλο. Εγώ ανησυχούσα φοβερά διότι όταν αιχμαλωτιστήκαμε οικογενειακά πέθανε μπροστά μου ο υπέργηρος παππούς μου, η δε γυναίκα μου Ζωή ήταν σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης και δεν γνώριζα εάν ήταν εγκλωβισμένη.
Στις στρατιωτικές φυλακές των Αδάνων νομίζω ότι είχαν περάσει πιο μπροστά από εμάς και άλλοι αιχμάλωτοι, οι οποίοι κατόπιν μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας, σε άλλες φυλακές, στην Αττάλεια και την Αμάσεια. Μάλιστα σε μια χαραμάδα στο πάτωμα του κελιού βρήκα ένα κομμάτι σπιρτόκουτο, όπου ήταν γραμμένο το όνομα Πάμπος και ένας αριθμός τηλεφώνου. Τα στοιχεία αυτά τα έδωσα στις κυπριακές αρχές και απ’ ό,τι γνωρίζω, το άτομο αυτό θεωρείται σήμερα αγνοούμενο.
Γενικά τα πάντα στις φυλακές των Αδάνων ήταν κάτω από την εποπτεία του τουρκικού στρατού. Εν ονόματί του οι δεσμοφύλακες είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω μας.
Ευτυχώς, εκτός από διάφορες σωματικές και ψυχικές ασθένειες, δεν είχαμε ανθρώπινη απώλεια.
18 Οκτωβρίου, επιστροφή και απελευθέρωση
Το μαρτύριό μας τελείωσε στις 17 Οκτωβρίου, καθώς μάς ανακοινώθηκε η απόφαση επιστροφής μας στην Κύπρο. Την ημέρα εκείνη για πρώτη φορά χορηγήθηκε ξηρά τροφή. Τίποτε άλλο. Έτσι, ρακένδυτοι και αξύριστοι, με μεγάλες γενειάδες γυρίσαμε, κάνοντας το αντίστροφο ταξίδι».
Στο διαβόητο «γκαράζ Παυλίδη», όπου έγινε η καταμέτρηση των αιχμαλώτων, ο Κώστας Χουβαρτάς διέκρινε μεταξύ των Τούρκων αξιωματικών ένα λοχαγό των ειδικών δυνάμεων, ο οποίος είχε το γενικό πρόσταγμα. Με μεγάλη έκπληξη αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον Πελογιουρούκη (χαζοχαρούμενο), έναν γραφικό Τουρκοκύπριο τύπο της Κερύνειας, ο οποίος ως πλανόδιος φυστικάς τριγύριζε στην Κερύνεια, κάτω από τα πειράγματα Ελλήνων και Τούρκων.
Τελικά, ο Κώστας Χουβαρτάς μεταφέρθηκε στην ελεύθερη Κύπρο, στην περιοχή της Αγλατζάς Λευκωσίας, στις 18 Οκτωβρίου το μεσημέρι, όπου τον περίμεναν οι δικοί του. Στις 22 Οκτωβρίου γεννήθηκε ο γιος του, 39 ετών σήμερα, που διατηρεί φαρμακείο και ζει με τους πρόσφυγες γονείς του στη Λεμεσό.
————————–
* Ο Νίκος Καραφωτίου γεννήθηκε στη Νέα Ερυθραία. Σπούδασε οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ και κατόπιν φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Τελείωσε τη Ναυτική Σχολή Πολέμου και την Ανωτάτη Σχολή Εθνικής Αμύνης. Αποστρατεύτηκε το 2001 με το βαθμό Οικονομικό Υποναυάρχου. Μετά την αποστρατεία του από το Ναυτικό, ασχολείται ενεργά με τα κοινά της πόλης. Διετέλεσε αντιδήμαρχος στον Δήμο Νέας Ερυθραίας την περίοδο 2007 – 2010. Παράλληλα αρθρογραφεί, ζωντανεύοντας ξεχασμένες ανθρώπινες ιστορίες της πόλης.