20 Ιουλίου -13 Αυγούστου εισβολή – αιχμαλωσία
Τις ημέρες αυτές συμπληρώθηκαν 39 ολόκληρα χρόνια από τη βάρβαρη τουρκική εισβολή εναντίον της μαρτυρικής Κύπρου. Το παρόν αφήγημα αποτελεί προφορική μαρτυρία ενός απλού Κυπρίου, του Κερυνιώτη Κώστα Χουβαρτά, που έμεινε αιχμάλωτος για 3 μήνες στα χέρια του αιματοβαμμένου Αττίλα. Οι αφηγήσεις έγιναν τον Νοέμβριο του 2004 στην Κύπρο και τον Ιούλιο του 2006 στη Νέα Ερυθραία, κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση της Κερύνειας με τη Νέα Ερυθραία.
❍ ❍ ❍
Στις 23 Ιουλίου 1974, τρίτη ημέρα εισβολής, ισχυρές χερσαίες τουρκικές δυνάμεις και σμήνη αεροσκαφών προσβάλλουν την Κερύνεια και καθώς η αντίσταση των ελληνικών δυνάμεων στα κράσπεδα της πόλης εξασθενεί, πλήθη αμάχων κατοίκων την εγκαταλείπουν και καταφεύγουν στις γειτονικές ορεινές και δασώδεις περιοχές. Την επομένη οι Τούρκοι παραβιάζουν τη συμφωνία κατάπαυσης των εχθροπραξιών που διέταξε ο ΟΗΕ, καταλαμβάνουν την Κερύνεια, εγκλωβίζουν τους κρυμμένους κατοίκους της και συλλαμβάνουν όλους τους άρρενες, από ηλικίας 18 ετών και πάνω. Μεταξύ αυτών και ο Κώστας Χουβαρτάς που κρατείται μαζί με άλλους 35 συμπολίτες του σε μια ερειπωμένη αγροικία.
Ύστερα από δυο μέρες οι αιχμάλωτοι οδηγούνται σε απόμερη ορεινή τοποθεσία, όπου στρατιωτικός εκσκαφέας έχει ήδη δημιουργήσει βαθύ όρυγμα, που προφανώς θα αποτελούσε μετά την εκτέλεση τον ομαδικό τάφο τους. Το συμβάν όμως αντιλαμβάνεται τυχαία κινητή περίπολος Καναδών ανδρών του ΟΗΕ, η οποία παρεμβαίνει, καταγράφει τα ονόματά τους, αποχωρεί, αλλά τους σώζει κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή από του χάρου τα δόντια. Σε μια εβδομάδα οδηγούνται δεμένοι χειροπόδαρα και με κλειστά μάτια βράδυ με φορτηγό σε απόσταση 30 χιλιομέτρων στον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας.
Εκεί υπάρχουν ήδη συγκεντρωμένοι 1500 περίπου αιχμάλωτοι που συνωθούνται ασφυκτικά στο περιβόητο τουρκικό «Άουσβιτς» της Κύπρου, το «γκαράζ Παυλίδη» όπου διαβιούν σε απάνθρωπες συνθήκες κάτω από συνεχείς ύβρεις και απειλές θανάτου.
14 Αυγούστου – 16 Αυγούστου 1974, μεταφορά στην Τουρκία
Στις 14 Αυγούστου παραμονή της εορτής της Παναγίας, αλλά δυστυχώς και του Αττίλα 2, ξαφνικά 300 κρατούμενοι μεταφέρονται το βράδυ πάντα δέσμιοι με 15 στρατιωτικά οχήματα στο Πενταμίλι, περιοχή αποβάσεως των τουρκικών στρατευμάτων. Καθώς διέρχονται από τα αμιγώς τουρκοκυπριακά χωριά Κιόνελι και Ορτάκιοϊ δέχονται σφοδρό λιθοβολισμό από τους εκεί φανατισμένους κατοίκους. Ακολουθεί η επιβίβασή τους σε αποβατικό σκάφος με προορισμό τη Μερσίνα, στις απέναντι τουρκικές ακτές, όπου καταπλέουν την επόμενη το πρωί.
Η είδηση της μεταφοράς τους, προφανώς σκόπιμα διαρρέει, με αποτέλεσμα να έχει συγκεντρωθεί στο λιμάνι πλήθος εξαγριωμένων Τούρκων. Τα φορτηγά τούς περιμένουν επίτηδες σε κάποια απόσταση και έτσι οι ατυχείς αιχμάλωτοι συρόμενοι κυριολεκτικά από τους στρατιώτες δεσμώτες τους, διέρχονται αναγκαστικά ανάμεσα από στενό ανθρώπινο διάδρομο που έχει σχηματίσει ο φανατισμένος όχλος, προπηλακίζονται άγρια και ανυπεράσπιστοι δέχονται βάρβαρα κτυπήματα από γυμνά χέρια, ξύλα, αρβύλες, ακόμα και σίδερα. Αιμόφυρτοι στοιβάζονται στα φορτηγά με τελικό προορισμό τις στρατιωτικές φυλακές των Αδάνων.
Στη διάρκεια της διαδρομής η πορεία τους διακόπτεται αναγκαστικά από τους κατά τόπους χωρικούς, οι οποίοι λογχίζουν με μανία τα κλειστά με μουσαμάδες φορτηγά, χρησιμοποιώντας μαχαίρια, δρεπάνια και άλλα αιχμηρά γεωργικά εργαλεία.
Στα κάτεργα των Αδάνων, 15 Αυγούστου – 17 Οκτωβρίου 1974
Στο σημείο αυτό, ο Γιώργος Χουβαρτάς αφηγείται: «Το γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία ήταν το Άουσβιτς, οι φυλακές των Αδάνων ήταν το Νταχάου. Σε μια αφιλόξενη περιοχή, ένας πανύψηλος γκρίζος τοίχος με συρματοπλέγματα και σπασμένα γυαλιά στην κορυφή του. Μέσα ένα μεγάλο ομοιόχρωμο διώροφο κτίριο άγριο με καγκελόφραχτα μικρά παράθυρα. Οι συνθήκες στις φυλακές ήταν μεσαιωνικές. Ζούσαμε 75 άτομα σε ένα μεγάλο κελί χωρίς παράθυρα. Τα πάντα εκεί ήταν τσιμεντένια. Τα διώροφα κρεβάτια, το μεγάλο τραπέζι και ολόγυρα οι πάγκοι. Στο ψηλό ταβάνι ένα μικρό φως έφεγγε συνέχεια.
Από εκεί μας έβγαζαν κάθε 3 ημέρες στο προαύλιο για 2 ώρες. Εκεί δεχόμαστε από τους δεσμοφύλακες σπρωξιές, κλωτσιές και κτυπήματα με τους υποκόπανους των όπλων. Καθώς δεν μας μοίρασαν ιματισμό, φορούσαμε όλοι τα ίδια ρούχα από τότε που αιχμαλωτιστήκαμε, πολλοί δε είμαστε ξυπόλυτοι. Το φαγητό μια φορά την ημέρα και πάντα το ίδιο. Μέσα σε δυο μεγάλους κουβάδες ένα είδος σούπας με διάφορα λαχανικά, λίγο ρύζι, ελάχιστο βρώμικο κρέας και αρκετές πετρούλες. Το ψωμί, ένα αλμυρό μαύρο καρβέλι από πίτουρο για 4 άτομα. Στις τουαλέτες σμήνη από μύγες και σκνίπες σε σκέπαζαν κυριολεκτικά ολόκληρο όταν έμπαινες μέσα. Ευτυχώς υπήρχε άφθονο τρεχούμενο νερό, ίσως ιαματικό, γιατί είχε περίεργη γεύση.
Αυτό μας έσωσε κυριολεκτικά από τις διάφορες μεταδοτικές ασθένειες και τα εντερικά. Τις πρώτες ημέρες μάς έκαναν εμβολιασμό χολέρας. Καυτηρίασαν το δεξί μας χέρι με αναμμένο βαμβάκι και μας έβαλαν την ένεση στο αριστερό μπράτσο. Μια σύριγγα για 75 άτομα. Το μπουκάλι απ’ όπου τραβούσαν το υγρό εμβόλιο είχε κοκκινίσει από το αίμα μας. Τη σύριγγα, μάλιστα, την έβγαζαν λοξά από το χέρι μας με αποτέλεσμα να ουρλιάζουμε από τον πόνο. Ύστερα από 15 ημέρες μάς ανέκριναν ατομικά 2 φορές. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι ήξεραν τα πάντα από την ιδιωτική μου ζωή, ακόμη και από την περίοδο της στρατιωτικής μου θητείας. Σε ορισμένα σημεία της ανάκρισης όταν δεν θυμόμουν παλαιά στοιχεία μού τα υπενθύμιζε με λεπτομέρειες και ειρωνικά ο Τούρκος αξιωματικός που έκανε την ανάκριση.