Ήμουν φοιτητής στο 6ο έτος της Ιατρικής, αρκετά ψηλός που περνούσα για τελειωμένος γιατρός. Της λέω της αδελφής: «Πρώτη φορά ράβω. Βοήθησέ με». Αφού πλύθηκα, έβαλα γάντια, έπιασα λαβίδες, βελονοκάτοχα ράμματα και βελόνες με πολύ τρόμο.
Με αβεβαιότητα αλλά και πολύ θάρρος αναλαμβάνω το ράψιμο. Η βελόνα πέρασε με σχετική ευκολία από το ένα χείλος του τραύματος στο θέναρ της αριστεράς άκρας χειρός.
Δεν περνούσε όμως με τίποτε από το άλλο χείλος και το δέρμα να σηκώνεται. Ο νεαρός φοιτητής Γεωπονικής, όπως αργότερα μου είπε να πονάει και εμένα να με λούζει κρύος ιδρώτας. Σε μια στιγμή μου λέει ο φοιτητής: «ρε φίλε πρωτάρης είσαι; Κάνω υπομονή στον πόνο, πέρασε τη βελόνα». Ήλθε μια μπαργούμαν από την Κυψέλη με σπασμένο το μηρό. Της είχαν φορέσει μια αεροσακούλα για να μην πονάει, όταν κουνιόταν το πόδι.
Ανάμεσα στους τραυματισμένους, ήταν και κάποιος υπαξιωματικός του Στρατού. Του βάλανε γύψο στο σκεπασμένο του χέρι και τον έστειλαν στο θάλαμο να διανυκτερεύσει.
Αυτός επειδή φοβήθηκε, ότι εάν τον έπαιρναν είδηση το πρωί θα του έριχναν καμπάνα, αποφάσισε να φύγει, πηδώντας τη μάντρα του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου.
Τον παίρνουν χαμπάρι τα σκυλιά του Διευθυντή του Νοσοκομείου Μπουκλάκου και αρχίζουν να γαυγίζουν. Τον συλλαμβάνει η αστυνομία και ειδοποιούν την ΕΣΑ να τον παραλάβει. Δύο πανύψηλοι εσατζήδες τον πιάνουν από το χέρι και προχωρώντας τον χτυπούν με αγκωνιές και γονατιές.
Το ραδιόφωνο του Πολυτεχνείου κάνει έκκληση για φαρμακευτικό υλικό. Ένα ασθενοφόρο γεμίζει με υλικό για πρώτες βοήθειες που πήρε από το Κρατικό και το Ιπποκράτειο. Το πρόβλημα ήταν πώς θα έφθανε το ασθενοφόρο στο Πολυτεχνείο χωρίς να το χτυπήσουν οι φοιτητές.
Τη λύση έδωσε ένας φοιτητής του Πολυτεχνείου μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής.
«Παιδιά θα καθίσω εγώ επάνω στο ασθενοφόρο. Τα παιδιά με γνωρίζουν και δεν θα μου ρίξουν». Ένας άλλος φοιτητής συνεπαρμένος φώναξε:
«Για την Ελλάδα πονάμε ρε παιδιά, όχι για τα κόμματα».
Φέρνουν ένα νεαρό με χτύπημα από σφαίρα στο συκώτι στον αλύρειο τρίποδα.
«Πλύσου να βοηθήσεις το χειρουργείο» μού φώναξε κάποιος. Η εγχείρηση μάς πήρε 2–3 ώρες. Ο νεαρός σώθηκε. Δεν είδα νεκρό στο νοσοκομείο. Ξημέρωνε. Ο Μπουκλάκος δίνει διαταγή να μη φύγει κανένας από το Νοσοκομείο χωρίς έλεγχο.
Είχαν καταφύγει αρκετοί φοιτητές στο Γενικό Κρατικό και ήταν ένας τρόπος να τους ξεχωρίσει. Οι συνάδελφοι γιατροί βρήκαν τον τρόπο να με φυγαδεύσουν. «Θα μπεις σαν συνοδηγός σε ασθενοφόρο».
Αρπάζω μια ιατρική μπλούζα, από την κρεμάστρα και τη μπουρλιάζω επάνω μου. Έτσι κατάφερα και πέρασα από τους φύλακες του νοσοκομείου. Το ασθενοφόρο με άφησε στη Μεσογείων και εγώ ανηφόρησα προς τη Σεβαστουπόλεως όπου έμενε το κορίτσι μου.
Ο δρόμος μου περνούσε από το αστυνομικό τμήμα Αμπελοκήπων. Ένας αναψοκοκκινισμένος αστυφύλακας με παρατεταμένο το υπηρεσιακό του περίστροφο με λούζει με βρισιές Μ……. Κ……… τη Π……….. που γυρνάς τέτοια ώρα; Έλα μέσα».
Προσπαθώ να δικαιολογηθώ «Έρχομαι από το νοσοκομείο, είμαι άπλυτος και ξελιγωμένος: πάω να φάω κάτι, να πλυθώ και να ξαναγυρίσω στο Νοσοκομείο».
Από μέσα παρουσιάζεται ο διοικητής του τμήματος και λέει στον χωροφύλακα:
«Άσε το κωλόπαιδο να φύγει».
Με τα λεγόμενά του κάνουν φτερά τα πόδια μου. Σε λίγο βρίσκω το κορίτσι μου στη Σεβαστουπόλεως. Με είδε. Ήρθε η καρδιά της στη θέση της και τρέχει για τη δική μου περίθαλψη. Ένα ζεστό μπάνιο είναι ότι πεις. Βγάζω με προσπάθεια την ιατρική μου μπλούζα. Επάνω της έχει την κονκάρδα του ιδιοκτήτη: Γεωργία Δημοπούλου.
Ανήκε σε γυναίκα γιατρό και ευτυχώς δεν με πήραν χαμπάρι στο αστυνομικό τμήμα για να καλοπεράσω.
Αυτά μου θυμίζουν οι ημέρες που έρχονται.
Π. ΧΕΛΑΣ