Ήταν το τέλος του 1973. Το έθνος βοούσε υπόκωφα. Όλα τα σκίαζε η φοβέρα του στρατοκρατικού καθεστώτος και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Όμως κάτι φαινόταν ότι έβραζε.
Ο κουρνιαχτός της υποβόσκουσας ηρεμίας σκέπαζε τις σπίθες από τη φλόγα της ελευθερίας. Ήταν κάτι που οι περισσότεροι το ήθελαν αλλά δεν τολμούσαν να το εκδηλώσουν, συνεπαρμένοι από τη μακαριότητά τους!
Αρκούσε μια σπίθα για να ανάψει και να θεριέψει η φλόγα της επανάστασης. Μπροστάρηδες πάντα οι φοιτητές, παρασυρμένοι είτε από ιδεολογία είτε από τα κόμματα για ίδιο όφελος και πολύ λιγότερο για το χαβαλέ, άρχισαν τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, τα συνθήματα, τα πανό, τα φέιγ βολάν…
Η ταράτσα της Νομικής γέμισε αναψοκοκκινισμένους πατριώτες φοιτητές, τη θρυαλλίδα του ξεσηκώματος… την αντάρα που παρέσυρε τις ψυχές και έγινε κύμα που όλο υψωνόταν και θέριευε και ανδρείωνε τις καρδιές που όλο και περίμεναν το κάτι…
Έφθασε η Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 1973!
Οι οικοδόμοι κάνουν πορεία από την Ομόνοια στο Σύνταγμα, φωνάζοντας συνθήματα και κρατώντας ξύλα για όπλα.
Ο Τάκης είναι στο σπίτι της φίλης του της Μαρίας (Μαίρης). Η αδελφή της Μαίρης η Ελένη εργαζόταν σαν αισθητικός σε κάποιο φαρμακείο στην πλατεία Κλαυθμώνος. Τηλεφώνησε στο σπίτι. Οι οικοδόμοι κάνουν πορεία! Βγήκαν οι αστυνομικοί να τους σταματήσουν. Ήρθαν στα χέρια! Πέφτει ξύλο. Έχει αρκετούς τραυματίες και κάποιος μιλάει και για νεκρό.
Τα οξυμένα πνεύματα των ημερών, γίνονται καζάνι που βράζει, έτοιμο να εκραγεί.
Ο Τάκης σκέφτεται να πάει στο Πολυτεχνείο που άφησε το πρωί και ήταν πεδίο για προσεχείς μάχες ή να πάει στο Ρυθμιστικό Νοσοκομείο (Γενικό Κρατικό) το οποίο εφημέρευε επί 24ώρου βάσεως. Προτιμά το δεύτερο.
Πηγαίνει στην εφημερεύουσα Χειρουργική Κλινική, η οποία έχει τη συνηθισμένη κίνηση για απομεσήμερο Παρασκευής.
Τίποτε δεν μαρτυρούσε το τι πρόκειται να ακολουθεί.
Παιδιά, τους λέει ο Τάκης, με πήραν τηλέφωνο από την Πλατεία Κλαυθμώνος και εκεί έχουν αρχίσει μάχες.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και άρχισαν να φθάνουν οι τραυματισμένοι συμπλεκόμενοι. Με μεγάλη περιέργεια είδαμε να καταφθάνει ένα τσούρμο αστυνομικών, οι οποίοι έκαναν τους τραυματισμένους.
Ο Διευθυντής του Νοσοκομείου Μπουκλάκος είχε δώσει εντολή να νοσηλεύσουν αστυνομικούς, ασχέτως αν έπρεπε ή όχι, για να δικαιολογήσουν τους μετέπειτα ξυλοδαρμούς.
Τα ασθενοφόρα έτρεχαν ασταμάτητα το ένα πίσω από το άλλο. Τα κόκκινα φανάρια τους, αναβόσβηναν συνέχεια ενώ σειρήνες τους έσχιζαν την ησυχία της πρώτης σκοτεινιάς.
Το Νοσοκομείο γέμισε από κόσμο, φωνές αντάρες, αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα, ουρλιαχτά, αίματα, χέρια – πόδια σπασμένα, τραύματα ανοιγμένα. Αρχίζει η ιατρική μάχη.
Πλένουν πληγές, ράβουν τραύματα, διορθώνουν κατάγματα. Όλοι επί ποδός μάχης.
Το προσωπικό δεν φθάνει.
Κύριε διευθυντά, να ράψω αυτό το χέρι που ήρθε σχισμένο;
– Ξέρεις; Αμέ πάρ’ τον.