Εκείνο που μου αρέσει στην Κηφισιά είναι ότι διαθέτει τα πάντα. Από τους μεγαλόπρεπους, σχεδόν παραμυθένιους πύργους του Στροφυλιού με τη λιγωτική ομορφιά, που η θέα τους σε κάνει να ονειροπολείς, μέχρι τα νοικοκυρίστικα, χαμηλόφωνα σπιτόπουλα των Αλωνίων. Κάποια απ’ αυτά μέσα στην ταπεινότητά τους, είναι γελαστά και ευειδή. Άλλα κακοχυμένα, ατσούμπαλα, απλώς άσχημα. Στ’ Αλώνια λοιπόν, τη λαϊκή συνοικία της Κηφισιάς, έμεναν παλιότερα οι αμαξάδες, οι κηπουροί, οι υπηρέτριες των αρχοντάδων που κατοικούσαν στους πύργους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς κατάγονταν από τα νησιά, γι αυτό και οι δρόμοι του κομματιού αυτού έχουν νησιώτικα ονόματα.
Γράφει η Βασιλική Πιτούλη
Πολλές φορές μου αρέσει να ακολουθώ διάφορα κηφισιώτικα δρομολόγια. Από Δημοσθένους να στρίβω στη Γεωργαντά που είναι ο δρόμος ο οποίος συνδέει την Αλωνίων με τη Δεληγιάννη. Το παρακατιανό κομμάτι με το εύπορο. Κατά μήκος του δρόμου αυτού μπορώ να θαυμάσω πυργόσπιτα ερειπωμένα, γκρεμίδια σχεδόν. Ρημάδια που στέκονται όρθια, με την ωραιότητά τους σφοδρά λεηλατημένη από το χρόνο, αλλά πάντοτε παρούσα, ακατάβλητη. Τέτοια βρίσκει κανείς σε πολλά σημεία της Κηφισιάς. Τατοϊου και Ραγκαβή, ένα ψηλό διώροφο που έχει ξεχαστεί στη γωνία, με φανερά ίχνη παλιάς ομορφιάς, σε πείσμα της βρόμας και των ύποπτων ανθρώπινων στοιχείων που ίσως μπαινοβγαίνουν εκεί μέσα από τα αφύλαχτα ανοίγματα. Ή το άλλο, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στο σημείο ακριβώς που τελειώνει η Παναγή Τσαλδάρη. Έχει ένα στρογγυλό μπροστινό δωμάτιο και μια σκεπή σαν μισογκρεμισμένη πολεμίστρα. Η πατίνα που έχει εναποθέσει ο χρόνος πάνω σ’ αυτά τα κτίσματα είναι για μένα συχνά αβάσταχτη.
Από τη Γεωργαντά μου αρέσει να χώνομαι στο δρομάκι που ανηφορίζει λοξά, την Πατριάρχου Γρηγορίου. Είναι πανέμορφο, ημικυκλικό και καταλήγει στη Μυκόνου, ένα σοκάκι που χωρίζει τα δυο μεγάλα ξενοδοχεία, το «Παλάς» και το «Κατερίνα», και καταλήγει στην Κολοκοτρώνη. Πλατεία Κεφαλαριού. Οι δυο εκκλησίες. Η μεγάλη Μεταμόρφωση του Σωτήρος κι η άλλη, η μικρούτσικη, ακριβώς δεξιά της. Η μαμά – ναός και το εκκλησάκι – παιδάκι της. Τα άλογα και οι αμαξάδες της Κηφισιάς, όσοι έχουν απομείνει. Το αγαλματάκι του Παύλου Μελά. Το άλσος με τη λιμνούλα του. Η Αλάσκα. Μπροστά ακριβώς, η οδός Φιλαδελφέως που καταλήγει στη Χαριλάου Τρικούπη και από κει στην Άνω Κηφισιά…
❍ ❍ ❍
Η Βασιλική Πιτούλη, γεννημένη στο Βόλο από Ηπειρώτη πατέρα, είναι πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών και Γαλλικής Φιλολογίας. Έχει διδάξει στη Ριζάρειο Σχολή, στα εκπαιδευτήρια Καργάκου, σε δημόσια ΙΕΚ, στα Τοσίτσεια – Αρσάκεια Λύκεια και έχει αποσπαστεί στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Για τέσσερα χρόνια ήταν υπεύθυνη Σχολικής Βιβλιοθήκης και σήμερα είναι μάχιμη εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στα 18 της βραβεύτηκε σε διαγωνισμό νεανικής ποίησης που οργάνωσε η εφημερίδα Θεσσαλία. Έχει αρθρογραφήσει σε πολλά έντυπα, και έχει συμπεριληφθεί στη λογοτεχνική εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση (έκδοση 2009). Έργα της είναι: «Και το έρεβος να γίνεται φως» Ποιητική συλλογή Εκδόσεις Δωδώνη 2001, «Η είσπραξη της ημέρας» Συλλογή διηγημάτων Εκδόσεις Δωδώνη 2002, «Να με λες Άννα» Ιστορικό μυθιστόρημα Εμπειρία Εκδοτική 2005, «Διάλογοι περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» Εκδόσεις Δωδώνη 2007, «Δείπνο εκ προμελέτης» Μυθιστόρημα Εμπειρία Εκδοτική 2008, «Ους ο Θεός συνέζευξεν» Συλλογή διηγημάτων κοινωνικής πραγματικότητας Εκδόσεις Αμαρυσία 2012. Ζει στην Κηφισιά, και ασχολείται, μεταξύ των άλλων, με παρουσίαση και κριτική βιβλίων.