Από τις γνωστές και μη εξαιρετέες πολιτικές τηλεσυζητήσεις, την προσοχή μου κατάφερε να κερδίσει μια πρόσφατη ενημερωτική εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ. Καλεσμένος -μεταξύ άλλων- ήταν ο κύριος Αλέκος Αλαβάνος. Για όποιον δεν το γνωρίζει, ο κύριος Αλαβάνος ηγείται του πολιτικού φορέα με τίτλο «Σχέδιο Β», που έχει ως βασική πρόταση την άμεση έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και τη συνακόλουθη επανεισαγωγή εθνικού νομίσματος.
Υπήρχε κάτι το συναρπαστικά οξύμωρο στην παρουσία του δραχμολάτρη κυρίου Αλαβάνου στο συγκεκριμένο τηλεοπτικό κανάλι. Από την στιγμή της ένταξης της Ελλάδας στο Μνημόνιο, ο ΣΚΑΪ έχει ταχθεί αναφανδόν υπέρ της οικονομικής ορθοδοξίας και της δύσκολης δημοσιονομικής προσαρμογής, με αντάλλαγμα την παραμονή της χώρας στο ευρώ και τη σταθερότητα που αυτό προσφέρει. Γενικά, το εν λόγω κανάλι έχει αντισταθεί με συνέπεια στις κορώνες του φθηνιάρικου λαϊκισμού. Κι όμως, περίπου δύο εβδομάδες νωρίτερα είχε φιλοξενήσει ξανά τον κύριο Αλαβάνο για να παρουσιάσει εκτενώς τις θέσεις του «Σχεδίου Β». Άτιμο πράγμα η διαρκής αναζήτηση της πολυφωνίας…
Προσπαθώ να λησμονήσω το υπόβαθρο του επικεφαλής του «Σχεδίου Β». Ο κύριος Αλαβάνος είναι ιδιοκτήτης μιας τεράστιας ακίνητης περιουσίας, αποτελούμενης από 38 ακίνητα. Ωστόσο, θέλω καλοπροαίρετα να πιστέψω πως κόπτεται για τα δίκαια των μεροκαματιάρηδων, των ανέργων, των συστηματικά απλήρωτων εργαζομένων, των χαμηλοσυνταξιούχων και όλων των άλλων μη προνομιούχων της κακούργας αυτής κοινωνίας. Προσπαθώ να ξεχάσω τις πολιτικές περγαμηνές του κυρίου Αλαβάνου. Ήταν ο άνθρωπος που παρέλαβε το κόμμα της σαλονάτης και αφ’ υψηλού Αριστεράς και άνοιξε τις πόρτες του για να υποδεχθεί τον εκλεκτό υπόκοσμο των Εξαρχείων. Εκ παραδρομής, ποτέ έκτοτε δεν έφυγε αυτός ο υπόκοσμος από τον τέως Συνασπισμό (και νυν ΣΥΡΙΖΑ). Και, επίσης εκ παραδρομής, αυτό το tutti fruti κόμμα έχει βρεθεί στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και έχει πλέον αναχθεί σε παθιασμένο διεκδικητή της εξουσίας.
Προσποιούμαι, λοιπόν, πως δεν ξέρω ποιος είναι ο κύριος Αλαβάνος προσωπικά και στέκομαι να αξιολογήσω την πολιτική πρόταση του κόμματός του, έστω και αν δεν έχω τις εξειδικευμένες γνώσεις ενός οικονομολόγου.
«Ας διακηρύξουμε πως δεν θα πληρώσουμε τα χρέη μας ως χώρα! Ας μην ντραπούμε να βροντοφωνάξουμε πως είμαστε τζαμπατζήδες!» σκέφτεται ο κύριος Αλαβάνος, ο οποίος προτείνει αβίαστα να προχωρήσουμε σε πιστωτικό γεγονός. Αν αυτό συμβεί, η Ελλάδα εκ των πραγμάτων οδηγείται την αμέσως επόμενη μέρα εκτός Ευρωζώνης και είναι αναγκασμένη να κόψει εθνικό νόμισμα. Επιλέγοντας το ρόλο του αυτάρεσκου μπαταχτσή, η χώρα μας γίνεται αυτομάτως το μαύρο πρόβατο της παγκόσμιας οικονομικής σκηνής. Δεν περιθωριοποιείται απλά (αφού ήδη είναι περιθωριοποιημένη ως το κακό παράδειγμα εντός της δήθεν πειθαρχημένης Ευρωζώνης), τίθεται σε διεθνή απομόνωση. Και ναι μεν η μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια βλέπει την Ελλάδα σαν αποπαίδι, αλλά η προοπτική να γίνουμε μια Βόρεια Κορέα της λεκάνης της Μεσογείου μάλλον δεν είναι και η ελκυστικότερη…
«Δεν μας τρομάζει το περιθώριο» ανταπαντά με παρρησία ο κύριος Αλαβάνος. Και ασφαλώς δεν τον τρομάζει, αφού για μεγάλο διάστημα της πολιτικής σταδιοδρομίας του ταυτίστηκε με αυτό. «Η Ελλάδα θα τα καταφέρει αν πιστέψει στον εαυτό της» μας καθησυχάζει γλυκά. Βεβαιότατα η εθνική αυτοπεποίθησή μας έχει πάει στα τάρταρα. Αλλά κυρίως μας λείπει η εθνική παραγωγή. Η Ελλάδα έως τα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχε μια δυναμική παραγωγική βάση. Ίσως σε εκείνες τις εποχές να ήταν κάπως ανεκτός ο δρόμος της απομόνωσης. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όμως, η χώρα εισήλθε σε ραγδαία αποβιομηχανοποίηση, ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών δίωξης κάθε μορφής υγιούς επιχειρηματικότητας. Όπως όλοι γνωρίζουμε (αλλά μόνον ορισμένοι παραδεχόμαστε), γίναμε ένας λαός – καταναλωτής κοινοτικών επιδοτήσεων. Η κοινωνία εκμαυλίστηκε ταχύτατα, όταν ένα μεγάλο μέρος της άφησε στην άκρη τη νοικοκυροσύνη, την εργατικότητα και το φιλότιμο, για να κυνηγήσει το εύκολο (δανεικό αλλά αγύριστο) χρήμα και τις διάφορες νεοπλουτίστικες φαντασιώσεις. Αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα παράγει λίγο ελαιόλαδο, λίγη φέτα και πολλούς πτυχιούχους ανέργους, που προσπαθούν αγωνιωδώς να ανοίξουν τα φτερά τους προς τας Ευρώπας. Επομένως, η προοπτική της εξόδου της χώρας από το κοινό νόμισμα δεν είναι απλά το δύσβατο μονοπάτι που πρέπει να ακολουθηθεί για να φτάσουμε στο ξέφωτο, είναι ένας σκέτος όλεθρος.
«Υπάρχει το παράδειγμα της Αργεντινής» ψελλίζει στους δύσπιστους ο πρόεδρος του «Σχεδίου Β», θέλοντας να προσθέσει μια πινελιά σοβαροφάνειας στα λεγόμενά του. Οι δημοσιογράφοι δεν μπαίνουν στον κόπο να ρωτήσουν τον κύριο Αλαβάνο αν έχει υπ’όψιν του την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της Αργεντινής μέχρι και σήμερα, 12 χρόνια μετά την απόφαση τής τότε κυβέρνησης να πουλήσει τσαμπουκά στους πιστωτές της χώρας. Η κρίση παραμένει καθημερινότητα και η ανάκαμψη αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός για το λαό της Αργεντινής. Και πάλι, τα πράγματα για τη δακτυλοδεικτούμενη πατρίδα του ταγκό είναι σχετικώς καλά, διότι διαθέτει μια ευρεία παραγωγική βάση.
Παρερμηνεύοντας το παράδειγμα της Αργεντινής, το «Σχέδιο Β» προτείνει να εγκαταλείψει η Ελλάδα το σκληρό νόμισμα του ευρώ, ώστε να έχει την ευχέρεια χάραξης νομισματικής πολιτικής και ουσιαστικά την ελευθερία να προβεί σε αλλεπάλληλες εσωτερικές υποτιμήσεις. Αυτή η ελευθερία δεν στερείται πρακτικών συνεπειών: Η μαγική λέξη είναι η λέξη «πληθωρισμός». Ο πληθωρισμός δεν είναι ένα ακόμη δυσνόητο στατιστικό μέγεθος, από εκείνα που οι επιστήμονες υπεραναλύουν χωρίς οι μάζες να αντιλαμβάνονται περί τίνος πρόκειται. Ο υψηλός πληθωρισμός είναι η χειροπιαστή οικονομική μάστιγα που κατατρώει τους μισθούς και τις συντάξεις των χαμηλών και μεσαίων οικονομικών στρωμάτων. Είναι η ασθένεια εκείνη που μετατρέπει τα χαρτονομίσματα σε άχρηστα κουρελόχαρτα. Αλλά αυτή η ασθένεια ελάχιστα αφορά ανθρώπους με οικονομική επιφάνεια σαν αυτή του συμπαθούς κυρίου Αλαβάνου.
Δεν μπορώ να μπω στο μυαλό του κυρίου Αλαβάνου ούτε να βάλω το χέρι μου στη φωτιά για το γιατί υποστηρίζει όσα υποστηρίζει. Είναι ακόμη ένας πολιτικάντης που εμπορεύεται ελπίδα με τη σέσουλα; Θέλει απλώς να παραμείνει μια εκκεντρική πολιτική φυσιογνωμία μόνο και μόνο για να κερδίζει τηλεοπτική προβολή; Είναι ένας κακόβουλος υπηρέτης του λεγόμενου «λόμπυ της δραχμής»; Μήπως είναι ένας τελείως ανεπαρκής μελετητής της νεότερης οικονομικής ιστορίας; Είναι άραγε παράφρων;
Δεν το γνωρίζω. Δεν με ενδιαφέρει καν. Η δίκη προθέσεων είναι σπατάλη χρόνου. Εγώ ακούω προσεκτικά την πολιτική πρόταση του «Σχεδίου Β», όπως και κάθε κόμματος που διεκδικεί κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Ακούω την πολιτική πρόταση του κυρίου Αλαβάνου, την επεξεργάζομαι και, με ψύχραιμα αλλά ακλόνητα επιχειρήματα, την απορρίπτω μετά βδελυγμίας.
Κωνσταντίνος – Αντώνιος Γρίβας