Λίγους μόλις μήνες πριν τις αυτοδιοικητικές εκλογές (περιφερειακές και δημοτικές) και λίγο καιρό πριν αρχίσουν οι υποψήφιοι ανά την Ελλάδα να εκθέτουν εαυτόν και έργον για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των συμπολιτών τους, είναι θεμιτό να θέσουμε κάποια ερωτήματα και προβληματισμούς όσον αφορά τη σημαντική κατά τα άλλα διαδικασία εκλογής εκπροσώπων των τοπικών κοινωνιών.
Το νέο «σλόγκαν» που προέρχεται κυρίως από το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας είναι το περίφημο: «Η εποχή των χρισμάτων έχει τελειώσει, η ΝΔ δίνει απλά τη στήριξή της σε ορισμένους υποψηφίους». Κατά τη γνώμη μου μόνο η λέξη έχει αλλάξει και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην υπόθεση της περιφέρειας Αττικής. Τη «στήριξη» της Νέας Δημοκρατίας έλαβε ο πρώην ευρωβουλευτής Γιώργος Κουμουτσάκος, αφού πρώτα ήρθε σε συνεννόηση με τον πρωθυπουργό και πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, όπως ο ίδιος δήλωσε στην πρωινή εκπομπή του Γιώργου Παπαδάκη στον ΑΝΤ1. Συγχωρήστε με αλλά τη διαφοροποίηση του «χρίσματος» από την «στήριξη» την εκλαμβάνω ως εξής: Έχουν καθοριστεί οι υποψηφιότητες και στη συνέχεια στηρίζουμε κάποια από τις ήδη υπάρχουσες. Λογικά στην Νέα Δημοκρατία εννοούν ως «στήριξη» το παλιό «χρίσμα» και ως νέο «χρίσμα» έχουν στο μυαλό τους κάποια τελετή βγαλμένη από τα βυζαντινά χρόνια με στέμμα και ιερόν έλαιον επί της κεφαλής του υποψηφίου.
Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να παραλείψει τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος συμπεριφέρεται χωρίς προσχήματα όπως τα κόμματα του παρελθόντος. Δεν υπάρχει Δήμος και Κοινότητα που η Κουμουνδούρου να μην έχει «ευλογήσει» κάποιον υποψήφιο. Μάλιστα η ρητορική πολλών συνδυασμών προσκείμενων στον ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί αυτή του κόμματος, στηριζόμενη στο δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Είναι αναγκαίο το κόμμα της Αριστεράς, το οποίο παρουσιάζεται ως η επόμενη μεγάλη κοινωνική δύναμη του μέλλοντος να αντιληφθεί ότι δρα σαν τους αντιπάλους του. Δεν είναι οι πόλεις πεδίο αντιπαράθεσης της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Τα σκουπίδια δεν είναι ούτε Αριστερά, ούτε Δεξιά, είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και όχι πεδίο πολιτικής σύγκρουσης, στο οποίο πήγε να μετατραπεί, κρίνοντας από τις δηλώσεις της υποψήφιας με τον ΣΥΡΙΖΑ για την περιφέρεια Αττικής, Ρένας Δούρου.
Στις εκλογές των Δήμων και των Περιφερειών χρειάζεται η ενεργή συμμετοχή όλων μας γιατί είναι κάτι που βρίσκεται δίπλα μας και μας αφορά. Η παιδική χαρά που αύριο θα παίξουν τα δικά μας παιδιά και σήμερα παίζουν τα παιδιά κάποιων άλλων είναι δική μας υπόθεση. Η ψυχαγωγία του παππού μας και της γιαγιάς μας στα ΚΑΠΗ είναι η ηθική τους δικαίωση για την κοπιαστική ζωή που έζησαν. Η καθαριότητα και η υγεία, οι χώροι στάθμευσης και οι δημοτικές υπηρεσίες, οι χώροι άθλησης και τα δημοτικά τέλη είναι δικά μας ζητήματα.
Έχει κουραστεί ο κόσμος να βρίσκεται σε πόλωση, αντιπαλότητα και μίσος. Δεν μπορούμε να τον ποτίζουμε με αυτό το δηλητήριο και στις πιο απλές υποθέσεις της καθημερινότητάς του. Πρέπει, βέβαια, και ο ίδιος ο πολίτης να θέλει να αλλάξει. Δεν είναι δυνατόν να πλησιάζουμε δημάρχους και υποψηφίους με ανταλλάγματα δουλειές που δεν αξίζουμε απλά για να βολευτούμε εμείς, χωρίς να μας νοιάζει αν θα ζήσουμε ενάντια στους άλλους συμπολίτες μας.
Όμως, δεν φταίει μόνο η εξέδρα στην οποία συχνά πετάμε τη μπάλα. Φταίνε και κάποιοι υποψήφιοι, ανεξαρτήτως κομμάτων. Τα τηλέφωνα των τοπικών κομματικών οργανώσεών δίνουν και παίρνουν και καταλήγουμε στο σημείο σύσσωμα τα μέλη αυτών των οργανώσεών των να πηγαίνουν σαν τα πρόβατα στην κάλπη για να στηρίξουν τον εκλεκτό τους. Μάλιστα, θυμάμαι παλιότερα να συζητούν κάποιοι για ικανούς υποψηφίους της άλλης πλευράς με δεδομένη τη συμπλήρωση: «Καλό παιδί, αλλά δεν είναι δικός μας».
Μέσα από την Κρίση αν πήραμε ένα μάθημα, αυτό είναι ότι πρέπει να αλλάξουμε. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε όπως ήμασταν. Η αλλαγή είναι ευκολότερο να έρθει από τις τοπικές κοινωνίες, όπου τα συμφέροντα δεν είναι τόσο μεγάλα όπως αυτά της κεντρικής πολιτικής σκηνής και ο κόσμος γνωρίζει και εκτιμά τον άλλον κυρίως βάσει της προσωπικότητάς του. Οι τοπικές κοινωνίες δεν χρειάζονται ούτε πελάτες, ούτε οπαδούς. Έχουν ανάγκη ενεργούς πολίτες με διάθεση για κοινωνική προσφορά.
Νίκος Γκιώνης