Όταν κάναμε μάθημα ιστορίας για τον Μέγα Αλέξανδρο, μας είπαν οι δάσκαλοί μας πως ο ακίνητος στρατηγός, εκτιμώντας την προσφορά των γονέων τους και των σοφών δασκάλων τους είπαν ότι εις μεν τον πατέρα μας οφείλουμε τη ζωή, τον ερχομό μας στην ζωή ενώ στους δασκάλους μας οφείλουν την καλή ζωή.
Σκεφθήκαμε το θέμα αυτό καλά πολλές φορές. Γιατί όταν το πρωτοακούσαμε αυτό εντυπωσιαστήκαμε ζωηρά. Και είπαμε τότε μέσα μας χωρίς να πολυκαταλαβαίνουμε, πως μικροί από σήμερα καθώς είμαστε, πως οι πατέρες μας και οι δάσκαλοί μας είναι δύο πρόσωπα στα οποία ο άνθρωπος στηρίζει την ύπαρξή του. Επέρασε από τότε τόσος καιρός και δεν λησμονάμε τη φράση αυτή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γιατί κάθε ημέρα έχουμε μπροστά μας τους δασκάλους μας.
Είναι και αυτοί, οι σημερινοί δάσκαλοι, ένας δάσκαλος σαν εκείνος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προς τον οποίον έτρεφε τόσο σεβασμό και εκτίμηση, ο οποίος μεταδίδει το πνεύμα του σε εμάς, όπως γινόταν με τον Μ. Αλέξανδρο, και το δάσκαλό του. Είναι πως χρωστάμε και εμείς στους δασκάλους μας ότι είπε πως όφειλε δικό του ο αλύπητος Έλληνας στρατάρχης.
Έτσι μέσα μας νιώθουμε πιο ζωηρή τη μορφή των δασκάλων μας και μας επέβαλλαν το σεβασμό, την αγάπη και την εκτίμηση.
Αλλά, πέρα από όσα μας έρχονται στο νου μας από το παραπάνω ιστορικό γεγονός, εμείς βρίσκουμε καθημερινώς ιδιαίτερη ουσία, που μας εκβάλλει όσα είπαμε για τους ανθρώπους, που πελεκούν ασταμάτητα την ψυχή μας για να της δώσουν το ωραίο σχήμα του καλλιεργημένου, του πνευματικού ανθρώπου.
Δεν έχουμε πια ανάγκη να διδαχθούμε από τον Μ. Αλέξανδρο. Η πραγματικότης της σχολικής μας ζωής μας εδίδαξαν αυτό, που εκείνος είπε.
Αναλογιζόμαστε πως ήρθαμε στο σχολείο στην αρχή. Πως μας εδέχθησαν οι δάσκαλοι και με πόση υπομονή και επιμονή μας έκαναν να προσαρμοστούμε στο σχολικό περιβάλλον.
Ενθυμούμαστε πως μπαίνοντας τον πρώτο καιρό στην τάξη, κλαίγαμε και δεν ξέραμε να σταθούμε και να κρατήσουμε το μολύβι και θέλαμε να φύγουμε να πάμε στις μανάδες. Ούτε μία φορά μάλιστα, ούτε δύο μας γύρισαν οι δάσκαλοί μας από την πόρτα. Μας πήραν στην αγκαλιά τους, μας σκούπισαν με τα δικά τους μαντηλάκια τα δάκρυα και με καλοσύνη μας ξανακάθισαν στη θέση μας.
Ύστερα σιγά σιγά, λίγο σήμερα, λίγο αύριο, μας έμπασαν στα μυστικά της γραφής και της ανάγνωσης. Μας έκαναν να συμφιλιωθούμε με τα ζητήματα αυτά και να τ’ αγαπήσουμε. Μας έμαθαν να γράφουμε και να διαβάζουμε.
Και αυτό δεν είναι μικρό αν σκεφτούμε πως η γραφή και η ανάγνωση είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση του πνεύματος του ανθρώπου. Χωρίς αυτά, ο άνθρωπος θα βρισκόταν σε πρωτόγνωρη κατάσταση.
Τ’ άλλα χρόνια σιγά σιγά, μες την σμίλη του πνεύματος του σχολείου, νιώθαμε το μυαλό μας να πελεκείται και να παίρνει σχήμα η πρώτη άπλαστη μορφή του μυαλού μας.
Και τώρα είμαστε στην πιο μεγάλη τάξη. Σήμερα δεν ξέρουμε απλώς να διαβάζουμε και να γράφουμε. Είμαστε σε θέση να ερμηνεύουμε τα γεγονότα της ζωής. Να εισερχόμαστε στο βαθύτερο νόημα μιας υπόθεσης και να βρίσκουμε το κέντρο της ουσίας της.
Και αυτά όλα χάρις στην καθημερινή μεθοδική χειραγώγηση των δασκάλων μας, οι οποίοι μας ξαναάνοιξαν τον ορίζοντα της σκέψης μας, για να βλέπουμε τα σφάλματα πιο μακριά και πιο καθαρά.
Έτσι, σήμερα, με τα εφόδια που μας χάρισαν οι πνευματικοί μας τροφοί, είμαστε σε θέση να βγούμε στη ζωή και να παλέψουμε όχι με τους Πέρσες και τους άλλους βάρβαρους λαούς αλλά με τις δυσχέρειες της ζωής.
Άνοιξαν τα μάτια μας ώστε να διακρίνουμε το καλό και το κακό. Έφυγε το σκοτάδι από εμπρός μας και βλέπουμε καθαρά πολλά πράγματα.
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι γνωρίσαμε τον κόσμο. Κάθε άλλο. Γιατί για κάτι τέτοιο δεν θα καυχηθεί κανείς ποτέ. Ούτε ο πιο γέρος Γκολέρος… Κι εκείνος κάτι έχει να μάθει ακόμα «Γηράσκω αεί (πάντοτε) διδασκόμενος» είπε και κάποιος σοφός.
Σημαίνει όμως, ότι είμαστε χωρίς φως στο δρόμο της ζωής. Και το φως αυτό πήγασε από το πνευματικό φως των δασκάλων μας. Εκείνοι δαπάνησαν ένα μέρος της ζωής τους και της ακμής τους, για να γίνουμε και εμείς αυτό που είμαστε σήμερα και που απέχει πολύ από εκείνο που είμαστε.
Βλέπουμε πόση θλίψη έχουν οι δάσκαλοί μας όταν εμείς δεν προκόβαμε στα μαθήματα. Πόση στενοχώρια κατάπιναν όταν με τα έργα μας τους προκαλούσαμε δυσκολία στο έργο τους. Δεν υπάρχει παιδί που να μην ένιωσε την αγάπη τους σε όλη την έκταση. Μας αγαπούν, όπως και τα παιδιά τους. Αισθάνονται την αγωνία των γονέων μας, όταν δεν καταπίναμε την πνευματική τροφή που μας παρείχαν.
Με αυτές λοιπόν τις προσπάθειες και την πραγματική θυσία πώς να μην ομολογήσουμε σαν τον Μέγα Αλέξανδρο, ότι στους δασκάλους μας όφειλαν την καλή ζωή.
Γι’ αυτό με όλη μας την ευχαρίστηση αφήσαμε να σταθούν οι εικόνες των γονέων μας, που έχουμε στήσει στη ψυχή μας και όπως λέγαμε στους γονείς μας έτσι και στους δασκάλους μας.
Πατέρα μας πνευματικέ, σας ευγνωμονούμε γιατί μας έκανες να νιώσουμε πως είμαστε άνθρωποι ικανοί για τη ζωή. Σας ευχαριστούμε. Η μορφή σας θα μένει παντοτινά στο εικονοστάσι της ψυχής μας. Στο θρόνο της φτωχικής μικρής μας καρδιάς.
Γράφει ο Ανδρέας Φ. Βασιλείου, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος, Ειδικός Παιδαγωγός, Πολιτικός Επιστήμονας