Tα τελευταία χρόνια είναι δύσκολα για τη χώρα μας. Όχι μόνο όσον αφορά τα οικονομικά θέματα, αλλά ακόμα και τη διάθεση των ανθρώπων, τις αξίες και τις συνήθειες. Αντί σε αυτές τις δύσκολες εποχές να έρθουμε πιό κοντά ο ένας με τον άλλον, απομακρυνόμαστε. Δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα σαν ομάδα. Η ομοψυχία και το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο σπανίζει στις μέρες μας και γι’αυτό πολλοί παίρνουν μια δύσκολη απόφαση. Μια απόφαση που αλλάζει τη ζωή τους από τη μια μέρα στην άλλη. Μια απόφαση που πιστεύουν ότι τους δίνει μια νέα ευκαιρία. Για ένα καλύτερο μέλλον. Η μόνη λύση και η μόνη διέξοδος, λένε, είναι να φύγουμε, να πάμε σε μιά άλλη χώρα. Το μόνο που τους νοιάζει είναι να υπάρχει δουλειά και στέγη για να μείνουν. Πιστεύουν πως όλα έξω είναι καλύτερα από την Ελλάδα, όχι μόνο η οικονομία, αλλά και οι ανθρώποι, το περιβάλλον και ο τρόπος ζωής. Είναι όμως πάντα έτσι όπως νομίζουν;
Στην Ελβετία τελευταία έχουν έρθει πολλοί Έλληνες. Πολλοί έχουν και μικρά παιδιά, για τα οποία είναι σημαντικό να διατηρήσουν τις καλές γνώσεις της μητρικής τους γλώσσας, αλλά και να μάθουν καλά την γλώσσα της καινούριας χώρας, ώστε να συνηθίσουν και να προσαρμοστούν ομαλά στο νέο τους περιβάλλον. Το μεγάλο λάθος είναι όμως ότι, καθώς δεν υπάρχουν ελληνικά σχολεία, οι γονείς τα γράφουν σε ιδιωτικά αμερικανικά ή αγγλικά σχολεία, τα οποία δεν τους προσφέρουν τις γνώσεις της χώρας στην οποία ζουν, όπως τα ελβετικά ήθη και τα έθιμα, την ιστορία της χώρας, και πρώτα απ’ όλα τη γλώσσα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δυσκολεύονται τα παιδιά αργότερα να συναναστραφούν με Ελβετούς, να φοιτήσουν σε ελβετικά πανεπιστήμια, τα οποία δεν είναι ποτέ αποκλειστικά στα Αγγλικά, καθώς και να βρουν δουλειά. Το σημαντικότερο είναι ότι δε νιώθουν ποτέ τόσο άνετα, νιώθουν πάντα ξένοι και αλλιώτικοι από τους άλλους. Αργότερα δυσκολεύονται επίσης, εάν το επιθυμούν, να αποκτήσουν την ελβετική υπηκοότητα. Βεβαίως τα σχολεία αυτά έχουν και πλεονεκτήματα, όπως η άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας και κουλτούρας, ένα ευχάριστο περιβάλλον εκπαίδευσης και ένα διεθνώς αναγνωρισμένο απολυτήριο. Σε αυτή την περίπτωση καλούνται οι γονείς να αποφασίσουν και να κρίνουν τι είναι πιο σημαντικό για το παιδί τους.
Μια άλλη δυσκολία που παρουσιάζεται είναι ότι καθώς πολλοί Έλληνες έρχονται άρον άρον στην Ελβετία, δεν ξέρουν τη γλώσσα, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατο να κυκλοφορήσουν στο δρόμο και να μπορούν να συνεννοηθούν. Στους Ελβετούς δεν αρέσει να μιλάνε Αγγλικά, αντιθέτως επιμένουν σε μια από τις τέσσερις επίσημες γλώσσες της χώρας, Γερμανικά, Γαλλικά, Ιταλικά ή Ραϊτορομάνικα.
Άλλο ένα μεγάλο ελάττωμα είναι το γεγονός ότι αν κάποιος ο οποίος δουλεύει στην Ελβετία απολυθεί, το κράτος δύσκολα του ξαναδίνει άδεια παραμονής, και ακόμα πιο δύσκολα είναι όταν ο άνθρωπος αυτός δε βρει γρήγορα ξανά μια άλλη δουλειά. Κάτι που πρέπει ακόμα να προσέξουμε είναι ότι ένας φαινομενικά για την Ελλάδα υψηλός μισθός στην Ελβετία, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι μέτριος, καθώς το κόστος ζωής εκεί είναι πολύ ακριβό.
Υπάρχουν δυστυχώς όμως και πολλοί οι οποίοι μαγεύονται με τον ήρεμο τρόπο ζωής, την ησυχία, το πράσινο τοπίο και την οικονομική άνεση, χάνοντας έτσι τα πρώτα χρόνια την επαφή με την πραγματικότητα και παραμελώντας την επιτακτική αναγκαιότητα ενσωμάτωσής τους στη νέα χώρα.
NATAΛΙ ΡΑΙΧΕΛ