Πολλές φορές μία εικόνα που έχουμε μπροστά μας, μπορεί να αναλύει και να ερευνά τις ψυχικές αποχρώσεις του ανθρώπου σε κάποια δεδομένη στιγμή, ώρα, ή χρόνο γενικότερα της ζωής του.
Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Άλλες φορές, παράλογες και μοιραίες, μία εικόνα που έχουμε μπροστά μας, μπορεί να οδηγεί τους συλλογισμούς μας σε πολλαπλές ενδόμυχες παρατηρήσεις αγωνίας, απελπισίας, τρόμου, αλλά ακόμα και ταύτισης του δικού μας ειδώλου ή κάποιου αγαπημένου μας προσώπου με τη σκληρή εικόνα που βλέπουμε, και που είναι εικόνα αποπνικτικής φρίκης, που μπήκε ανεξέλεγκτα από τα παράθυρα της ψυχής μας –που για χίλιους λόγους έμειναν μισάνοιχτα- και την έκανε κτήμα της.
Μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας, σε μια περιοχή που τα ορθωμένα ολόγυρα τείχη της φράσης «κακόφημη και επικίνδυνη», την έχουν σχεδόν απομονώσει από τον υπόλοιπο κορμό της πόλης. Άνθρωποι λευκοί, σκούροι, μαύροι, κακοντυμένοι, βρόμικοι, λερωμένοι… Βαδίζουν, τρικλίζουν, βρίζουν, φτύνουν, κοιμούνται, κάθονται στα πεζοδρόμια, μιλούν, γελούν παράξενα… Όλοι είναι εκεί στο δικό τους οικόπεδο, το οικόπεδο των ψεύτικων ονείρων και του μοιραίου τέλους, που αργά ή γρήγορα φτάνει, και που το αγόρασαν ακριβά πουλώντας σώμα, αξιοπρέπεια και ψυχή. Άγνωστοι και ταυτόχρονα φίλοι μεταξύ τους, άβουλοι και λαβωμένοι από τις αδυναμίες τους, περιμένουν την προδομένη ελευθερία τους να τους ανοίξει τον ορίζοντα της στέρησης και να τους εξασφαλίσει και σήμερα, για μια φορά ακόμα, -ίσως και τελευταία- τη μοιραία δόση των ναρκωτικών που κάποιο λερωμένο χέρι θα τους την πουλήσει ευχαρίστως. Κι αυτοί, κουρέλια πεταμένα στο δρόμο, που τα φυσά σαν αγέρας ο άνισος αγώνας του ανθρώπου με τις επικίνδυνες αντιθέσεις της ζωής, συνεχίζουν να ζουν (;), να ζητιανεύουν, να αρπάζουν, και να εκλιπαρούν για λίγα ευρώ, τόσα όσα θα χρειαστούν σήμερα για να «ταξιδέψουν» στους δικούς τους ψεύτικους κόσμους, που δεν έχουν δρόμους γυρισμού, αλλά έχουν για τέρμα ένα ποτήρι μαύρο μελάνι που εκεί θα πνίξουν την καρδιά τους.
Πλησιάζω να πάρω το αυτοκίνητο που αναγκάστηκα το πρωί να το παρκάρω εκεί. Τρομαγμένη σταματώ και ύστερα κάνω λίγα βήματα πίσω και τα πόδια μου ριζώνουν στο βρόμικο δρόμο.
Μισοξαπλωμένα στην άσφαλτο τρία νεαρά όμορφα παιδιά, γύρω στα 16-17, δύο αγόρια και ένα κορίτσι ακουμπούν –σαν μαξιλάρι– την πλάτη και το κεφάλι τους στον προφυλακτήρα και τη μάσκα του αυτοκινήτου και φαίνονται να κοιμούνται ή να ταξιδεύουν στους δικούς τους ονειρικούς παραδείσους. Μετά από το πρώτο οδυνηρό χτύπημα που δέχτηκα, με μικρά αβέβαια βήματα, προχώρησα με τα κλειδιά στο χέρι πιο κοντά τους. Το ένα αγόρι με τα πόδια απλωμένα παράλληλα στο πεζοδρόμιο, φαινόταν να κοιμάται βαθειά. Στον ύπνο του κάθε τόσο τρανταζόταν κι έτρεμε, ενώ οι φλέβες και στα δυο του χέρια παντού, είχαν πάρει το χρώμα του ζαρωμένου δαμάσκηνου που έχει αρχίσει να σαπίζει.
Στη μέση ήταν το κορίτσι. Μια ξανθιά κούκλα, σαν χαμένη σε ένα άλλο κόσμο, σαν μισοκοιμισμένη και με… τη σύριγγα καρφωμένη ακόμα στο ολόλευκο χέρι να συνεχίζει το θανατηφόρο έργο της, αφήνοντας από τη φλέβα να τρέχει κι ένα λεπτό ρυάκι αίμα και να κατασταλάζει στη σφιγμένη παλάμη. Δίπλα της το άλλο αγόρι. Αυτό τώρα είχε ανασηκώσει λίγο το κεφάλι του και με τα κατατρυπημένα του χέρια, προσπαθούσε με δάχτυλα που έτρεμαν καθώς ο θάνατος έσταζε από την άκρη της σύριγγας, να βρει μάλλον, κάποια πιο γερή φλέβα στο μέσα μέρος του μηρού, έχοντας τραβήξει λίγο κάτω από τη μέση το παντελόνι του, αδιαφορώντας για την εικόνα του που σίγουρα ούτε ήξερε ούτε καταλάβαινε. Αλλά και κανείς από τους ελάχιστους περαστικούς, που κοίταζαν κουνώντας το κεφάλι και απομακρύνονταν βιαστικά, δε φαινόταν να του προκαλεί έκπληξη η εικόνα. Άλλοι μουρμούριζαν βρισιές περιφρόνησης για αυτά τα παιδιά, και άλλοι κατηγορούσαν για την κατάσταση αυτή, την κοινωνία, το κράτος… Σίγουρα θα περνούσαν συχνά από εκεί και η εικόνα που έβλεπαν ήταν γι’ αυτούς καθημερινή και συνηθισμένη, ώστε να μη δίνουν σημασία.
Ανάσανα βαθειά. Κατάπινα τον κόμπο που μου έκλεινε το λαιμό. Οπλίστηκα με όσο θάρρος μού είχε απομείνει, πλησίασα τα παιδιά και είπα σιγά – σιγά στο τρίτο που μου φαινόταν ότι είχε πιο ανοιχτά μάτια του: «Παιδιά πηγαίνετε λίγο πιο πέρα για να πάρω το αυτοκίνητο;». Αυτό άνοιξε τώρα πιο πολύ τα μάτια του που τα σκέπαζε ολόγυρα όλη η μαυρίλα του χειμώνα, και σπρώχνοντας το κορίτσι και το άλλο παιδί, τα έφερε σέρνοντας στο πεζοδρόμιο.
Δεν ξύπνησε κανείς. Τίποτα δεν άλλαξε.
Ξάπλωσαν στο πεζοδρόμιο και συνέχισαν τα θλιβερό ταξίδι τους που κάποια στιγμή θα είχε τέρμα το θάνατο.
Φεύγοντας, το μόνο που πρόλαβα να δω, ήταν η καρφωμένη ακόμα σύριγγα στο χεράκι του κοριτσιού, και ο κόκκινος δρόμος του αίματος που κατηφόριζε από τη φλέβα του…
Λένε ότι μία εικόνα, είναι χίλιες λέξεις.
Όμως, αυτό που είδα εγώ σήμερα, ήταν μία εικόνα… χωρίς καμία λέξη.