Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σύστημα του «πόθεν έσχες» για τους πολιτικούς δεν ανταποκρίνεται στο σκοπό για τον οποίο καθιερώθηκε. Είναι προφανές ότι ο στόχος του νόμου δεν ήταν η απλή περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου αλλά η πλήρης αιτιολόγηση της απόκτησής τους.
Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης
Εχει εκλεγεί 13 φορές βουλευτής. Συμμετείχε ανελλιπώς σε όλες τις αναθεωρητικές εργασίες του Συντάγματος από το 1963 μέχρι σήμερα. Ηταν εισηγητής της μειοψηφίας στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 2000
Τις ημέρες αυτές διέρρευσε στον Τύπο ότι η κυβέρνηση προτίθεται σύντομα να καταθέσει για ψήφιση στο θερινό τμήμα της Βουλής πολυνομοσχέδιο, στο οποίο θα περιλαμβάνεται διάταξη με την οποία θα συστηθεί πενταμελής μόνιμη επιτροπή για τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος. Η επιτροπή αυτή θα ελέγχει τις δηλώσεις «πόθεν έσχες» των εξωκοινοβουλευτικών υπουργών, των βουλευτών και επί τρία χρόνια μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας, των γενικών και ειδικών γραμματέων των υπουργείων, των περιφερειαρχών και αντιπεριφερειαρχών, των δημάρχων και αντιδημάρχων, των δημοσιογράφων (κ.α.), δηλαδή περίπου πενήντα χιλιάδων προσώπων.
Η επιτροπή θα απαρτίζεται από δύο βουλευτές, δύο δικαστικούς και από έναν υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και θα επικουρείται από ειδικευμένο προσωπικό. Ακόμη θα διαθέτει ηλεκτρονική μονάδα η οποία, αν στη σύγκριση των στοιχείων του υπόχρεου παρατηρηθεί αύξηση, τότε θα διενεργείται αμέσως έλεγχος.
Δεν πρόκειται να αναμειχθώ στις διαφωνίες που έχουν διατυπωθεί για τη σύνθεση της επιτροπής. Πιστεύω όμως ότι είναι λάθος η ανάμειξη των πολιτικών με τόσες άλλες κατηγορίες προσώπων. Διότι η κοινή γνώμη δεν ενδιαφέρεται αν π.χ. ο αντιδήμαρχος κάποιου δήμου απέκτησε παράνομο χρήμα. Ενδιαφέρεται όμως να μάθει αν αυτό έπραξε ο οποιοσδήποτε πολιτικός. Γι΄ αυτό αισθάνομαι την υποχρέωση να επαναφέρω μια λύση την οποία είχα προτείνει με άρθρο μου στη «Καθημερινή» στις 26 Οκτωβρίου 2009. Μεταξύ άλλων είχα γράψει τότε: «Οι υπόχρεοι προς δήλωση θα υποβάλλουν μία βασική δήλωση με όλα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία έχουν. Στις ετήσιες δε δηλώσεις που θα ακολουθούν δεν θα είναι απαραίτητη η αναγραφή όλων των περιουσιακών στοιχείων τους, αλλά μόνον εκείνων που αποκτήθηκαν την προηγούμενη χρονιά. Και συγχρόνως θα πρέπει να υπάρχει αιτιολόγηση –σαφής και πλήρης- του πως αποκτήθηκαν. Ποια ακίνητα ή αξιόγραφα ή μεταφορικά μέσα έχουν αποκτηθεί κατά την προηγούμενη χρονιά καθώς και ποια μεταβολή έχει σημειωθεί στις καταθέσεις του προηγούμενου έτους. Και επ΄ αυτών να γίνεται έλεγχος από τους ορκωτούς ελεγκτές να ερευνηθεί πως τα περιουσιακά αυτά στοιχεία αποκτήθηκαν.
Διότι π.χ. είναι αδιανόητο να αποκτώνται ακίνητα, μερικές φορές μεγάλης αξίας, χωρίς να αιτιολογείται επαρκώς πως βρέθηκαν τα χρήματα για την αγορά τους. Ή να υπάρξει αντίστοιχη αιτιολόγηση. Αν δε κάποιος αποκρύψει, επικαλούμενος οιονδήποτε λόγο, έστω αμέλεια, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, αυτό θα περιέχεται άνευ ετέρου στην κυριότητα του Δημοσίου». Αυτά έγραφα τότε. Μήπως είναι επίκαιρα και σήμερα; Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς έναντι των συμπολιτών μας, πρέπει τα πολιτικά κόμματα του τόπου να παραμερίσουν προς στιγμή τις διαφωνίες τους και να συμφωνήσουν σε ια τροποποίηση του νόμου, ώστε ο έλεγχος να καταστεί ουσιαστικός και αποτελεσματικός.