«Όλα περνούν, όλα χάνονται, εκτός από τις αναμνήσεις», λένε οι Γάλλοι σε ένα ωραίο ρητό τους. Σήμερα, ελπίζω να σας μεταδώσω κάπως γλαφυρά και με το χιούμορ που ταίριαζε στην προσωπικότητα του θείου μου Ιωάννη Βορρέ, μερικές από τις ιστορικές αναμνήσεις που σχετίζονται με το περιώνυμο Κτήμα Βορρέ που δημιούργησε επί εκτάσεως 800 περίπου στρεμμάτων στις παρειές της κατάφυτης τότε Πεντέλης, στη σημερινή περιοχή των Μελισσίων.
Προπολεμικά το κτήμα θεωρείτο ένα από τα ωραιότερα του είδους του και απασχολούσε πάνω από 100 άτομα, κηπουρούς και αγρότες, όλους από το Μαρούσι. Στο κέντρο του κτήματος δέσποζε η περίφημη «Βίλα με τα Νούφαρα», σχεδιασμένη από τον ίδιο, ένα πυργοειδές κτίσμα 15 περίπου δωματίων και αιθουσών υποδοχής, κατασκευασμένο από κόκκινη μασίφ πέτρα. Εντυπωσιακή ήταν η μεγάλη τεχνητή λίμνη προ της οικίας γεμάτη από χρωματιστά νούφαρα, το καμάρι του θείου μου, από τα οποία πήρε το όνομά της, και τα οποία ήταν ο πρώτος που έφερε στην Ελλάδα.
Εντυπωσιακή επίσης ήταν η μεγάλη πέτρινη δεξαμενή, μια από τις μεγαλύτερες τότε στη χώρα, από την οποία ποτιζόταν το κτήμα και η οποία εγκαταλειμμένη έχει επιζήσει μέχρι σήμερα στο τέλος της οδού Φοινίκων, προ της εισόδου της ωραίας κατοικίας του φίλου Προδρόμου Εμφιετζόγλου, ο οποίος με πολύ καλλιτεχνικό πνεύμα ενσωμάτωσε στη σύγχρονη κατοικία του το ιστορικό σκαρίφημα του παλιού αρχοντικού των Βορρέδων. Θυμάμαι όταν παιδιά κολυμπούσαμε στα κρύα νερά της δεξαμενής, πολλές φορές συντροφιά με αρκετούς βατράχους. Είχαμε μάλιστα φέρει και μια βάρκα με πανί και αρκετά κανώ.
Το κτήμα έβριθε από πουλιά, αλεπούδες, πολύχρωμες σαύρες, χιλιάδες θαυμάσιες πεταλούδες και από αγέλες των λύκων που τον χειμώνα πολλές φορές έφθαναν μέχρι το σπίτι. Θυμάμαι και τους πελαργούς που κατέκλυζαν το κτήμα και όλο το Μαρούσι. Στο κτήμα επίσης ο θείος μου δημιούργησε τον πρώτο ζωολογικό κήπο της Αττικής, μικρό μεν, αλλά πλούσιο, με διάφορα είδη από πάπιες, χήνες, πέρδικες και ελάφια.
Θυμάμαι σαν παιδί τα δάση της Πεντέλης γύρω που ήταν παρθένα και πραγματικά παραδεισένια. Δεν υπήρχε σπίτι για χιλιόμετρα μακριά. Πίναμε χειμώνα-καλοκαίρι πεντακάθαρα κρυστάλλινα νερά που κυλούσαν σε ρυάκια μέσα στο κτήμα. Τα δάση γύρω ήταν κατάφυτα με πελώριες κουμαριές και οι κηπουροί, όλοι γνώστες, έφερναν άγρια μανιτάρια και άγρια σπαράγγια στο σπίτι. Η θεία μου, το γένος Λεβίδη, η πρώτη σύζυγος του Τζων Βορρέ, έκανε από τα κούμαρα ένα πολύ νόστιμο λικέρ που άρεσε πολύ στο Βασιλιά Παύλο και στη Βασίλισσα Φρειδερίκη που έρχονταν τακτικά στο κτήμα. Ο Βασιλιάς Παύλος μάλιστα, έκανε ιππασία μέσα στο κτήμα με μια ομάδα αξιωματικών, παίζοντας το κυνήγι της αλεπούς. Η Βασίλισσα Φρειδερίκη, σαν δεινή κηπουρός, τηλεφωνούσε τακτικά για να μάθει αν είχαν φθάσει καινούργια φυτά για να αποσταλούν στο βασιλικό κτήμα στο Τατόι, φυσικά δωρεάν.
Μανιώδης λάτρης της γης, ο Τζων Βορρές ήταν ο πρώτος που εισήγαγε στην Ελλάδα δια μέσου του κτήματος, εκτός από τα νούφαρα, μια μεγάλη ποικιλία λουλουδιών και οπωροφόρων δέντρων, μεταξύ των οποίων τα γνωστά πορτοκάλια Μέρλιν, ένα σπάνιο τύπο από γιαπωνέζικα ροδάκινα και καλλωπιστικά φυτά όπως ο πυράκανθος, η μπουκαμβίλλια και πολλά άλλα. Δημιούργησε επίσης μια θαυμάσια συλλογή κακτοειδών από όλα τα μέρη του κόσμου.
Εισερχόμενοι από τα υπολείμματα της μεγάλης εισόδου του κτήματος σήμερα, αριστερά βλέπουμε ακόμα τα ερείπια από τα πρώτα επιστημονικά θερμοκήπια που είχε παραγγείλει στην Αγγλία για να καλύψουν τα χιλιάδες κακτοειδή που γέμιζαν τον τόπο με τα εξωτικά τους λουλούδια.
Και γράφοντας για την άλλοτε εντυπωσιακή είσοδο του κτήματος, τους μεγαλοπρεπείς φοίνικες που βλέπουμε σήμερα μόλις περάσουμε την είσοδο, τους φύτεψε ο ίδιος ο θείος μου. Κατά τη μεγάλη πυρκαγιά στα τέλη της δεκαετίας του ’80 που έφθασε μέχρι τα σπίτια του Μαρουσιού και που έκαψε το μεγαλύτερο μέρος του κτήματος καθώς και τη Βίλα με τα Νούφαρα, παραλίγο να χαθούν και οι φοίνικες, οι οποίοι είχαν μισοκαεί και ως εκ θαύματος συνήλθαν.