Η μεγάλη αδυναμία όμως του θείου μου ήταν τα περιώνυμα γκρέιπφρουτ, που πρώτος εισήγαγε προπολεμικά στη χώρα μας. Τα δέντρα αυτά δεν ευδοκιμούσαν στο Μαρούσι γιατί ήταν πολύ ευαίσθητα στο κρύο. Αγόρασε τότε περίπου 300 στρέμματα κοντά στη θάλασσα στο Πόρτο Ράφτη, επίνειο του Μαρκόπουλου, όπου φυτεύτηκαν όλα τα γκρέιπφρουτ από το Μαρούσι σε ένα εντυπωσιακό κτήμα, όπου εγκατέστησε και έναν κόκκινο ανεμόμυλο για πότισμα. Όταν δε, περνούσε από το Μαρκόπουλο με το αυτοκίνητό του, σηκωνόταν όλη η πλατεία για να δουν και να χαιρετήσουν αυτόν «τον τρελό τον Βορρέ», τον οποίο θεωρούσαν τρελό γιατί πλήρωνε ανοιχτόχερα τότε, μια χρυσή λίρα το στρέμμα. Μακάρι να μπορούσα να το είχα κάνει και εγώ σήμερα ως δήμαρχος!
Κατά τον πόλεμο δε το ωραίο αυτό κτήμα πουλήθηκε για ένα κομμάτι ψωμί από ανάγκη. Ήταν δε, ο θείος μου ίσως ο μόνος Έλληνας, που μετά τον πόλεμο αρνήθηκε να πάρει πίσω το κτήμα όπως δικαιούνταν από το νόμο, επιστρέφοντας το μικρό τίμημα που είχε λάβει. Επέμενε ότι ως Βορρές έβαλε την υπογραφή του και δεν μπορούσε, από ηθικής πλευράς, να την πάρει πίσω. Η αξία του κτήματος αυτού σήμερα υπολογίζεται σε δισεκατομμύρια δραχμές.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η ανθοκομική και γενικά αγροτική προσφορά του θείου μου προς όφελος της νεώτερης Ελλάδας ήταν ουσιαστική. Δώρισε δε όλη τη μεγάλη βιβλιοθήκη του για αγροτικά θέματα στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος.
Συνορεύοντας με το κτήμα υπήρχαν μόνο δύο ωραιότατα αρχοντικά, οι κάτοικοι των οποίων είχαν στενές σχέσεις με τους θείους μου. Η μια ήταν η οικογένεια του Ευγένιου Βάντερπουλ, του αξιόλογου Αμερικανού αρχαιολόγου που εργάστηκε στην Αγορά, και της συζύγου του, γονέων της αγαπητής και εξίσου αξιόλογης Λίζας, συζύγου του αείμνηστου Προέδρου και φίλου Μιλτιάδη Έβερτ. Η κυρία Έβερτ έχει δημιουργήσει μια σειρά από ωραιότατα ταξιδιωτικά λευκώματα ιστορικών ελληνικών τόπων, εντός και εκτός των σημερινών συνόρων μας, γεμάτα από τις δικές της θαυμάσιες φωτογραφίες. Η άλλη ήταν η οικογένεια του γνωστού καθηγητή Σωτηριάδη, του οποίου η εγγονή Μαρίνα Λαδά, παντρεύτηκε τον περιώνυμο μεγιστάνα του αμερικανικού Τύπου και ιδιοκτήτη των TIMES της Ν. Υόρκης Cyrus Sulzberger, ο οποίος και αυτός ήταν τακτικός επισκέπτης στο κτήμα. Αυτό που δίδει πρόσθετο ιστορικό ενδιαφέρον, είναι το γεγονός ότι η οικία των Βάντερπουλ, κατοικήθηκε πρώτα από τον πρίγκιπα και την πριγκίπισσα Demidoff. Ο Demidoff ήταν πρέσβης στην Ελλάδα του Τσάρου της Ρωσίας Νικολάου Β’. Μετά τη Ρωσική Επανάσταση του 1917 φυσικά, ο πρίγκιπας και η γυναίκα του δεν γύρισαν στη Ρωσία. Άλλοτε πάμπλουτοι ιδιοκτήτες ορυχείων πλατίνας στη Ρωσία, έζησαν άνετα εδώ πουλώντας κάθε τόσο ένα από τα θαυμάσια κοσμήματα της πριγκίπισσας Demidoff, μιας άψογης αριστοκράτισσας. Μου έλεγε δε η θεία μου που ήταν πολύ φίλη τους, ότι ο αμύθητος αυτός θησαυρός από κοσμήματα ήταν όλος σκόρπια πεταμένος μέσα στο σπίτι, χωρίς ποτέ κανένα φόβο κλοπής! Φανταστείτε αν ζούσαν σήμερα, δεν θα είχε γλυτώσει ούτε πέτρα, ακόμα και αν είχε κλειδωθεί όλος σε χρηματοκιβώτιο!
Κατά την τραγική περίοδο της κατοχής, όλη η παραγωγή του κτήματος, χιλιάδες κιλά λαχανικά, πατάτες, φρούτα, κλπ. χρησιμοποιήθηκε για το συσσίτιο που δινόταν στους κατοίκους του Μαρουσιού. Θυμάμαι περιπτώσεις που δεν είχαν περισσέψει ούτε πατάτες για τα μέλη της οικογένειας Βορρέ. Αυτό που επίσης δεν είναι γνωστό στο Μαρούσι, είναι ότι για ένα χρόνο κατά τη διάρκεια της κατοχής ζούσε στο κτήμα η Μελίνα Μερκούρη και ο αδελφός της Σπύρος. Θυμάμαι τη Μελίνα, ένα πραγματικό αγοροκόριτσο τότε, πετσί και κόκκαλο, με ξανθοκόκκινα μαλλιά, να σκαρφαλώνει μαζί μας στις βερυκοκιές και στις κερασιές για να φάμε φρούτα. Από τότε δε είχε πάντα μια μεγάλη αδυναμία στο θείο μου.
Στο Κτήμα Βορρέ επίσης κατοίκησε για αρκετά χρόνια ο Γεώργιος Ηλιόπουλος, πρωτοπόρος της σύγχρονης ελληνικής μεταλλουργικής βιομηχανίας και πατέρας της Καίτης Κυριακοπούλου, Επίτιμης Προέδρου της Α.Ε.Ε. Αργυρομεταλλευμάτων & Βαρυτίνης, μιας εταιρίας παγκόσμιας εμβέλειας. Η Καίτη και ο αείμνηστος σύζυγός της Πάρις Κυριακόπουλος τυγχάνουν σήμερα από τους μεγάλους εθνικούς χορηγούς των τεχνών, συμπεριλαμβανομένου και του Μουσείου Βορρέ.
Σημειωτέον επίσης, ότι το Κτήμα Βορρέ ήταν και μεγάλος πόλος έλξεως όλων των γνωστών πολιτικών της εποχής, μεταξύ των οποίων και ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, ο μετέπειτα Στρατάρχης Παπάγος, ο τέως πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης και ο πατέρας του, και άλλοι. Μάλιστα όταν ο αείμνηστος Πρόεδρος Ανδρέας Παπανδρέου, προπολεμικά μαθητής τότε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ψυχικού όπου φοιτούσα και εγώ, συνελήφθη με κομμουνιστικά φυλλάδια, πράγμα που θεωρείτο τότε προδοσία, έσπευσε ο πατέρας του Γεώργιος Παπανδρέου στον θείο μου και τον παρακάλεσε να επέμβει στον Μεταξά και στον περιώνυμο τότε Μανιαδάκη, Υπουργό Εσωτερικών, για να μην φυλακισθεί ο Ανδρέας και να τον αφήσουν να φύγει στο εξωτερικό, πράγμα και που έγινε. Υποσχέθηκε δε ο Γεώργιος Παπανδρέου ότι ο Ανδρέας δεν θα γύριζε ποτέ πίσω στην Ελλάδα. Η υπόσχεση αυτή φυσικά δεν τηρήθηκε, όχι όμως με υπαιτιότητα της οικογένειας Παπανδρέου. Είναι ιστορική ειρωνεία το γεγονός ότι μεταπολεμικά ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως Πρωθυπουργός κάλεσε τον Ανδρέα να επιστρέψει στην Ελλάδα ως ειδικός οικονομικός σύμβουλος, παρόλη την αντίδραση των στενότερων συνεργατών του, συμπεριλαμβανομένου και του Ξενοφώντα Ζολώτα, Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος, πολλοί από τους οποίους έβλεπαν την επιστροφή του Ανδρέα σαν Δούρειο Ίππο για τη Νέα Δημοκρατία. Και φυσικά είχαν δίκιο.
Δικαίως θα διερωτάσθε πώς απέκτησε ο θείος μου μια τόσο μεγάλη περιουσία, που του επέτρεψε να δημιουργήσει και να συντηρήσει ένα τόσο μεγάλο κτήμα με το αρχοντικό του και να χαίρεται μια πολυέξοδη κοινωνική ζωή. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ποτέ δεν απέκτησε περιουσία, διότι κατά κανόνα όλοι οι Βορρέδες ξόδευαν και ξοδεύουν πολύ περισσότερα απ’ όσα εισπράττουν. Αυτή όμως που πραγματικά απέκτησε μια κολοσσιαία περιουσία και την έθεσε στη διάθεση του θείου μου, ήταν η πρώτη του σύζυγος Ελένη Χιρόντο, το γένος Λεβίδη. Μια εξαιρετική, ευαίσθητη και καλλιτεχνικής φύσεως γυναίκα, είχε παντρευτεί σε πρώτο γάμο έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της αλλά από τους πλουσιότερους γαιοκτήμονες της Αργεντινής ονόματι ντε Χιρόντο, ιδιοκτήτη εστάντζας, όπως αποκαλούνται τα μεγάλα κτήματα στην Αργεντινή, εκτάσεως άνω των 250.000 στρεμμάτων. Μετά το θάνατο του συζύγου της πούλησε τα πάντα, επέστρεψε αμέσως στην Ελλάδα και παντρεύτηκε τον θείο μου. Φημολογείτο δε ότι υπήρχε ήδη ένας αισθηματικός δεσμός μεταξύ του θείου μου και της Ελένης Λεβίδη πριν τον γάμο της με τον Αργεντινό πολυεκατομμυριούχο. Ομολόγησε δε ο θείος μου την εποχή εκείνη στον στενό του φίλο Δημήτρη Κουρτάκη ότι το εισόδημά του ανήρχετο σε 375.000 δρχ. τον μήνα, περίπου 10.000 χρυσές λίρες τότε, όταν ο μέσος μισθός της εποχής εκείνης ήταν 300-500 δραχμές το μήνα. Γι αυτό φυσικά και το μεγαλύτερο μέρος του κτήματος πουλήθηκε όταν το ζεύγος χώρισε το 1937. Κράτησε δε ο θείος μου ένα κομμάτι 15 περίπου στρεμμάτων όπου στεγάζεται σήμερα το 6ο Λύκειο Αμαρουσίου.
Το κτήμα κατόπιν πουλήθηκε κατά σειρά στις οικογένειες Ιωσηφόγλου, Καρέλλα και Τσάτσου και φυσικά υποδιαιρέθηκε σε πολλά τεμάχια στα οποία κτίστηκαν εκατοντάδες νέες κατοικίες.
Το 1942 ο θείος μου παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Αμαλία Μολά, μια γυναίκα αξιόλογου πνευματικού και κοινωνικού επιπέδου, που του συμπαραστάθηκε δυναμικά σε όλα τα επόμενα δύσκολα χρόνια της ζωής του μέχρι το θάνατό του το 1968.
Η Αμαλία Βορρέ διετέλεσε κι αυτή δυναμική δημοτική σύμβουλος στο Μαρούσι μετά το θάνατο του συζύγου της. Ζει δε σήμερα στο Ίδρυμα Αγάπης στην Αγία Παρασκευή όπου την επισκέπτομαι τακτικά.
Αυτές ήταν ορισμένες ενδιαφέρουσες αναμνήσεις που είχα να πω σαν έντονες πινελιές σε έναν ιμπρεσσιονιστικό πίνακα με σημείο αναφοράς το Κτήμα Βορρέ και τον δημιουργό του Τζων Βορρέ στα προπολεμικά και μεταπολεμικά χρόνια του Μαρουσιού.