Σε μια τέτοια επιχείρηση «ξύλευσης» μια μέρα του χειμώνα του 1942, που η πείνα γονάτιζε και τα ελληνόπουλα είχαν περιέλθει σε άθλια κατάσταση από τη ναζιστική κατοχή, έγινε μπλόκο στον Κοκκιναρά. Οι Γερμανοί μάζεψαν όλους αυτούς τους ξυλοκόπους, και όσους άλλους εύρισκαν στο δρόμο τους και με συνοδεία ενόπλων τούς οδήγησαν στο φρουραρχείο της οδού Δεληγιάννη στην Κηφισιά. Κι ήταν ένα θλιβερό θέαμα να βλέπεις ρακένδυτους σκλάβους να σέρνουν τα καρότσια με τα ξύλα, πεινασμένοι και άυπνοι, κι ολόγυρα Γερμανούς καλοταϊσμένους να φωνάζουν – Αράους, αράους και να τους χτυπάνε με τα κοντάκια των όπλων, να μην τους επιτρέπουν να αφήσουν τις χειρολαβές των καροτσιών και να παραμένουν όρθιοι με αυτά έως ότου πάρουν την εντολή να μεταφέρουν τα ξύλα στους καταυλισμούς τους στην έπαυλη Λεβίδη. Στο μεγάλο κήπο της είχαν συγκεντρωθεί βουνό τα ξύλα, άκοποι κορμοί.
Οι ταλαιπωρημένοι, κουρασμένοι, παγωμένοι, ανάφαγοι Μαρουσιώτες, τα μετέφεραν εκεί. Οι Ναζήδες -με τα κόκκινα περιβραχιόνια της σβάστικας- τους επέβαλαν να τα κόψουν σε μικρά τεμάχια για τις ξυλόσομπές τους. Δούλεψαν εκεί χωρίς φαγητό και νερό μέχρι τη δύση του ηλίου. Όταν σουρούπωσε, ο επικεφαλής της εργασίας Γερμανός ρώτησε μέσω του διερμηνέα, αν έχουν κανένα παράπονο.
Οι Μαρουσιώτες μερικοί κατάλαβαν την πονηρή σκέψη των Γερμανών και δε μίλησαν. Ο Μιχάλης όμως, ο Λάμπης, ο Στέφας, ο Αργύρης, ο Δήμος, φώναξαν. -Είμαστε τέσσερις μέρες άυπνοι, κουρασμένοι, ανάφαγοι και διψασμένοι. Από αυτά τα ξύλα -και έχουμε άδεια του δασαρχείου- περιμένουν οι οικογένειές μας να τα πουλήσουμε στην Αθήνα, να πάρουμε ψωμί για τα παιδιά μας.
Όταν μετέφερε αυτά ο δραγουμάνος στον επόπτη, αυτός έδωσε με άγρια φωνή εντολή, χτυπώντας το μαστίγιό του στην μπότα του.
Αυτοί, που δεν έχουν παράπονο να φύγουν και αυτοί που έχουν να μείνουν, για να συνεχίσουν με τους άλλους που ήρθαν. Οι Γερμανοί εντωμεταξύ είχαν κάνει και άλλο μπλόκο και είχαν συλλάβει πολλούς και τους έφεραν να τεμαχίσουν τα ξύλα, συνεχίζοντας τους άλλους.
Μια νοσηρή ψυχική σαδιστική ικανοποίηση γεμάτη επιθυμία βασανισμού χαρακτήριζε τη φωνή του ναζί ινστρούχτορα.
Γυρίζοντας οι άλλοι Μαρουσιώτες στα σπίτια τους, τα βρήκαν ανάστατα. Οι οικογένειες των κρατηθέντων από τους Γερμανούς θρηνούσαν, ζητώντας να μάθουν, ελπίζοντας μη συμβεί μεγαλύτερο κακό. Ήταν και οι μέρες, που ο γερμανός Ναζί είχε σκοτώσει «το πεινασμένο αγόρι» στο Μαρούσι. Οι υπόδουλοι είχαν αρχίσει τα σαμποτάζ. Τους Μαρουσιώτες είχε οργανώσει ο Άγγλος στρατιωτικός σερ Αλεξάντερ. Αλλά περί αυτών άλλοτε.
Αλλά αυτό ίσως οι Ναζί το είχαν μυριστεί από τους εφιάλτες κουίσλινγκς, που πάντα υπήρχαν, και η γερμανική νυχτοφυλακή περνούσε τώρα περισσότερο συχνά στους δρόμους με βαρύ βήμα εκφοβισμού, τραγουδώντας το «Λιλή Μαρλέν», έστω κι αν ήταν μεταμεσονύχτιες ώρες.
Δημήτρης Μασούρης