Με τη γερμανική κατοχή (1941) στο Μαρούσι κυκλοφόρησαν κάτι αυτοσχέδια σιδερένια καροτσάκια μονότροχα, χειροκίνητα, που αποτελούνταν από δυο επιμήκη σιδερένια δοκάρια (=ρυμοί). Αυτά τα δοκάρια εκτείνονταν ως σκελετός του οχήματος από τη μία πλευρά ως την άλλη της ρόδας σαν ένα είδος τιμονιού σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου, απλά και χωρίς παραπέτα. Από κάτω είχαν τέσσερα πόδια για να μην ακουμπούν κατάχαμα και να φορτώνονται πιο εύκολα. Είχαν χειρολαβές επενδυμένες με πετσικαρισμένα φύλλα καουτσούκ ή ήταν τυλιγμένες με βάτες από παλιά ρούχα ή κουρέλια, για να μη φουσκαλιάζουν οι παλάμες, καθώς έπαιρναν όλο το βάρος στο κράτημα.
Αυτά ήταν πολύ γερά και ευκίνητα, άντεχαν στη μεταφορά βαριών αντικειμένων ιδιαίτερα κορμών δέντρων σε δύσβατα περάσματα και τα φόρτωναν, όσο μπορούσαν, να σηκώσουν βάρος. Αυτά οι Μαρουσιώτες τα ονόμαζαν στούκας, όπως τα γερμανικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης, που σκόρπιζαν το θάνατο σε εμπόλεμους και άμαχους.
Με αυτά τα καροτσάκια οι υπόδουλοι στη γερμανική σβάστικα, έκαναν μακρινές διαδρομές μέχρι τη Ραπεντόζα, τον Άγιο Πέτρο, το Μπογιάτι, τα Καλήσια, κ.ά. στις καψάλες τις Πεντέλης, για να κόψουν από το δάσος, που είχε καεί ξύλα, και να τα φέρουν στο Μαρούσι. Εδώ τα πριόνιζαν σε μικρότερα κομμάτια, τα τεμάχιζαν με τα τσεκούρια για ξυλόσομπες, τα φόρτωναν στις σούστες, τις έζευαν με τα άλογα και τα μετέφεραν στην Αθήνα, για να τα πουλήσουν.
Τα ξύλα ήταν είδος πρώτης ανάγκης. Ο χειμώνας του 1941 αλλά και οι άλλοι χειμώνες 1942, 1943 θέρισαν πολύ κόσμο. Πείνα και κρύο ήταν οι αδυσώπητοι εχθροί των Αθηναίων και των γύρω προαστίων. Σώθηκαν όσοι είχαν αγρούς και καλλιεργούσαν λαχανικά σ’ αυτούς.
Αυτή τη δουλειά την έκαναν και Κηφισιώτες, Χαλαντραίοι κι άλλοι κάτοικοι γύρω απ’ την Πεντέλη. Ξεκινούσαν αποβραδίς, για να ’ναι το πρωί εγκαίρως στην καψάλα και να πάρουν σειρά. Πολλές φορές έπαιρναν άδεια από το δασαρχείο Πεντέλης. Ο δασάρχης και οι δασοφύλακες περιφρουρούσαν. Αλλά γίνονταν και παραβάσεις. Οι ξυλοκόποι έκοβαν λαθραία και ρουπάκια -μικρά πευκάκια-, που δεν τα είχε αγγίξει η φωτιά. Από τους παραβάτες αφαιρούσαν τις άδειες ξύλευσης, που τους είχαν δοθεί, τους έπαιρναν τα καροτσάκια ή τους φυλάκιζαν. Τις φωτιές στα δάση των βουνών τις άναβαν οι Γερμανοί για να μην κρύβονται αντάρτες. Πώς σώθηκε όμως το δάσος μας, του Συγγρού, αυτό το στολίδι μας, άλλοτε είχαμε γράψει στη φίλη ΑΜΑΡΥΣΙΑ.
Πάντως η Πεντέλη με τη γερμανική κατοχή είχε καεί τρεις φορές και είχε μεταβληθεί σε φαλακρό βουνό. Και αυτήν τη φαλακρότητα μέχρι σήμερα και παρά τις αξιέπαινες προσπάθειες των συμμετεχόντων στην αναδάσωση δε μπορεί να κρύψει.
Έφευγαν λοιπόν από το Μαρούσι οι ξυλοκόποι παρέες παρέες με τα στούκας, ένα παγούρι νερό και καμιά βραστή πατάτα, χόρτα, ελιές στο καπακλί. Ψωμί δεν υπήρχε. Κι αν έβγαζαν οι φούρνοι, αυτό ήταν ροκανίδι – σκουπάλευρο το έλεγαν, χυλός ψημένος πάνω σε λαμαρίνες με λαδόχαρτο – για να μη σκορπάει. Μοιραζόταν με κουπόνι της ημέρας 30 δράμια, μοναδική τροφή για μια, δύο, τρεις και τέσσερις μέρες. Κι αυτό πανάκριβο στη μαύρη αγορά. «Ένα καρβέλι ψωμί -αν βρισκόταν- ένα δαχτυλίδι» ήταν το σύνθημα. Γυναίκες, άντρες και παιδιά ζητούσαν με σβησμένη φωνή ένα κομμάτι ψωμί. Το «πεινάω» αντηχούσε στους δρόμους της Αθήνας σαν μακρόσυρτη μακάβρια φωνή, που σπάραζε την ανθρώπινη καρδιά. Οι κάτοικοι πέθαιναν στους δρόμους άταφοι και γίνονταν βορά των σκύλων.
Μερικοί Ιταλοί έγκλειστοι -αιχμάλωτοι των Γερμανών- στη Μαγκουφάνα (=Πεύκη) ή στο καφενείο δίπλα από την Τιτάνια στο Μαρούσι, έδιναν το ψωμί τους (κουραμάνα) για μια γάτα: «ούνο γκάτο θέλει, ούνο δίνει κα(ρ)βέλι», φώναζαν οι μεσάζοντες της οδού Περικλέους, ατσίδες γαβριάδες.
Οι μετέχοντες στην επιχείρηση της ξύλευσης έπαιρναν μαζί τους και καμιά παλιά τριμμένη κουβέρτα για να τυλίγονται το βράδυ κάτω από ένα βράχο. Η εργασία αυτή κρατούσε τρεις – τέσσερις μέρες, και όταν έφτιαχναν καμίνι για κάρβουνο, περισσότερες. Όταν τελείωναν, φόρτωναν τα ξύλα στα καροτσάκια και ξεκινούσαν για το Μαρούσι.