ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ
Γράφει ο Άγγελος Πολύδωρος
Γράφει ο Μανόλης Σαββίδης (στις 7/10/2025 στο Protagon) – μεταξύ άλλων μη κολακευτικών για τον Τσίπρα που έξι χρόνια μετά την αποδοκιμασία του από το εκλογικό σώμα, αποφάσισε να παραιτηθεί τώρα από βουλευτής: «Γιατί όμως ο κ. Τσίπρας αποφάσισε να αντιδράσει τώρα, επιδεικνύοντας αντανακλαστικά Ραντανπλάν; O μόνος που μπορεί να δώσει απάντηση με βεβαιότητα είναι ο πρώην πρωθυπουργός, και στην ανακοίνωσή του δεν φαίνεται διατεθειμένος να το κάνει, και συνεπώς το πεδίο είναι ανοικτό στην εικοτολογία που αρμόζει στην περίσταση. Εδώ ας κάνουμε μια παρένθεση για το κείμενο της ανακοίνωσης του κ. Τσίπρα, που μοιάζει να είναι προϊόν ομάδας επικοινωνιολόγων με χρήση τεχνητής νοημοσύνης. Καταφέρνει να χωρέσει Αντώνη Σαμαράκη (Ζητείται Ελπίς), Ναζίμ Χικμέτ (Όμορφη Θάλασσα), Μαχάτμα Γκάντι και Μπαράκ Ομπάμα (Να γίνουμε όλοι εμείς η αλλαγή που προσδοκούμε), γεμάτο με έννοιες, φράσεις και λέξεις – κλειδιά που θα ταίριαζαν σε παρουσίαση απορρυπαντικού, διαφήμιση κλιματιστικών, ή βιογραφικό υποψηφίου δημοτικού συμβούλου».
Δεν αντέχω να προσβάλλεται έτσι ο Τσίπρας και πρέπει να επισημάνω ότι η παρομοίωση των αντανακλαστικών του με αυτά του Ραντανπλάν είναι τουλάχιστον απρεπής. Ως γνωστόν, ο Ραντανπλάν είναι ο σκύλος του Λούκι Λουκ του μοναχικού καουμπόι, είναι τελείως μπούφος και πέφτει συνεχώς σε γκάφες. Έλεος κ. Μανόλη Σαββίδη.
Κι εγώ πληκτρολόγησα στη δική μου Τεχνητή Νοημοσύνη τις σχετικές λέξεις – κλειδιά για ήρεμα νερά, σε όμορφη θάλασσα, με ελπίδα κ.λπ. που χρησιμοποίησε ο Τσίπρας κι εκείνη μου έβγαλε το ακόλουθο λυρικό, ιαμβικό 15σύλλαβο, με τίτλο «Του παλιού καπετάνιου»:
Στου λιμανιού τη λησμονιά, στέκει γερτός κι ακόμα,
ο καπετάνιος ο παλιός, με το νερό στο στόμα.
Τα μάτια του θολά, βαριά, σαν σύννεφα του Οκτώβρη,
κι η μνήμη του ένα πέλαγος, που δεν ησυχάζει αν δεν το βρει.
«Σύντροφοι, αν ζείτε κάπου εκεί, στα πέρα τα αλώνια,
ελάτε πάλι, να δεθούμε στ’ ίδια τα σχοινιά για χρόνια.
Δεν θέλω πλούτη, μήτε φως, μονάχα μια γαλήνη,
να πλεύσουμε σε θάλασσες, που ο πόνος δεν τις πίνει.
Αφήστε πίσω τα παλιά, τα δάκρυα, τα ναυάγια,
και πάμε όπου το νερό, σε άλλα πια καρνάγια.
Να ‘ρθει το κύμα ήσυχο, να γλείψει τα πλευρά μας,
κι ο ήλιος να μας βρει ξανά, μες στ’ άσπρα τα πανιά μας».
Κι ήρθαν εκείνοι οι παλιοί, μ’ αρμύρα στο μουστάκι,
κι η θάλασσα σαν μάνα τους, τούς δέχτηκε με χάδι.
Κι είπε ο κάπτεν σιγανά, σαν όρκο στην ψυχή του:
«Όποιος αγάπησε τη γη, δε χάνει τη γραμμή του.
Και όποιος θάλασσα αγαπά, ποτέ δεν ξεψυχάει,
μονάχα αλλάζει πέλαγο, όπου ο άνεμος φυσάει».









































































































