Από μικρό παιδί με φρόντισε όσο κανείς. Με τάισε, με πότισε, με έντυσε, με σπούδασε, ξενύχτησε στο μαξιλάρι μου στις αρρώστιες μου… και με μια φράση, μού τα πρόσφερε όλα όσα είχε και πάνω από όλα το πολυτιμότερο αγαθό, την αληθινή και ιερή αγάπη που ξεχείλιζε από την καρδιά της και ζέσταινε τις παγωμένες μου νύχτες.
Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή
Αυτή ήταν η γλυκιά μου γιαγιά, που σε λίγες ημέρες συμπληρώνει τα 92 της χρόνια! Μη με ρωτήσετε αν έχει γεράσει, γιατί θα σας απαντήσω με ένα μεγάλο «όχι». «Γερή κράση… Οι εξετάσεις της είναι σαν μικρού παιδιού…», μας είπε με απορία αλλά και με φανερή ικανοποίηση ο γιατρός που την παρακολουθεί εδώ και χρόνια… και συνέχισε: «Αν δεν ήταν αυτή η άνοια που την ταλαιπωρεί, θα έλεγα ότι είναι ένα θαύμα της ζωής και της φύσης. Να την προσέχετε πολύ. Όχι πόρτες ανοιχτές. Όχι μόνη της στο σπίτι. Δεν καταλαβαίνει τον κίνδυνο, ούτε πού βρίσκεται και το μυαλό της μπορεί να λειτουργεί σωστά κάποια λίγα λεπτά ή κάποιες στιγμές μόνο. Όλο τον άλλον καιρό ζει στο δικό της κόσμο. Δεν γνωρίζει πρόσωπα, ξεχνά τα ονόματα, χάνει τα πράγματά της και δεν θυμάται που τα βάζει… Μπορεί να κλαίει για γεγονότα που γέννησε η φαντασία της… Θέλει προσοχή γιατί η κατάσταση της άνοιας είναι δύσκολη και προχωρημένη και δεν καταλαβαίνει τι κάνει. Οι πόρτες πάντα να είναι κλειδωμένες και όχι το κλειδί στην κλειδαριά… Η φυγή είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνει χωρίς να ξέρει που θα πάει…».
Το ήξερα ότι αυτή η αλήθεια, αλλά με ενοχλούσε να το ακούω από άλλους. Γαζωμένη σε ψευδαισθήσεις ήθελα να πιστεύω ότι εμένα η γιαγιά με γνώριζε και με ξεχώριζε πάντα, ότι καταλάβαινε αυτά που της έλεγα και ας έβλεπα ότι βρισκόμουν σε μια σκληρή πλάνη. Όταν κουβέντιαζα μαζί της, με κοίταζε στα μάτια αμίλητη, κουνούσε το κεφάλι της σα να συμφωνούσε και ύστερα, αφού με φώναζε με διάφορα ονόματα, καλούσε την κοπέλα που είχα για να την προσέχει και της έδινε πάντα την ίδια εντολή: «Συνόδεψε την κυρία να φύγει… Βαρέθηκα να την ακούω… Με κούρασε… Ποια είναι; Εγώ πάω να ξαπλώσω…». Τότε η πίκρα μου γινόταν ένα με τον αέρα που ανάσαινα και με έπνιγε. Παρόλα αυτά επέμενα αφελώς να πιστεύω, ότι μπορεί η γιαγιά να συνέλθει λίγο, να γίνει καλύτερα και να καταλαβαίνει πιο πολλά πράγματα. Πάντα πίστευα στα θαύματα!
Συχνά, μαζί με την κοπέλα που την πρόσεχε, τη βγάζαμε έξω για να περπατήσει. Πηγαίναμε στην εκκλησία, στην κοντινή πλατεία, κάναμε και περίπατο στην εξοχή… Δεν ήθελα να ξεχάσει την κίνηση και τους ρυθμούς της ζωής, τους ανθρώπους και τους Αγίους της που έβαζε πάντα πάνω από όλα. Τώρα, όταν έμπαινε σε εκκλησία, στεκόταν σε χαμένη στην είσοδο και ύστερα θαρρείς φοβισμένη, κρεμόταν επάνω μου ενώ τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα. Αναρωτήθηκα πολλές φορές: «Άραγε, γιατί κλαίει; Θυμάται; Τι τη βασανίζει; Τι ζωντανεύει μέσα στο σκοτεινιασμένο μυαλό της αυτές τις ώρες;»
Αύγουστος μήνας και η Αθήνα βράζει από τη ζέστη. Η άσφαλτος αχνίζει, οι άνθρωποι βαριανασαίνουν και περπατούν και παραπατούν ζαλισμένοι με κουρασμένα βήματα, κρατώντας στο χέρι ένα μπουκαλάκι νερό. Το ίδιο κι εγώ. Αφού λύγισα πολλές φορές από την ταλαιπωρία της ημέρας, έφτασα στο σπίτι μου. Άνοιξα την πόρτα και παραξενεύτηκα που τη βρήκα ξεκλείδωτη. Η κοπέλα που πρόσεχε τη γιαγιά, έτρεξε προς το μέρος μου. Τη ρώτησα: «Πως ήταν σήμερα η γιαγιά με τόση ζέστη;…» και με καθησύχασε λέγοντας ότι «με τη δροσιά του κλιματιστικού δε διαμαρτυρήθηκε για τίποτα. Έφαγε και τώρα κοιμόταν.» Όμως εμένα κάτι με βασάνιζε, που δεν ήξερα κι εγώ τι ήταν. Μπήκα στο υπνοδωμάτιό της και έντρομη βρήκα το κρεβάτι της… άδειο. Ούρλιαξα χωρίς να το καταλάβω:» Έφυγε… Έφυγε σου λέω… Την πόρτα τη βρήκα ξεκλείδωτη… Εσύ που ήσουν; Τι έκανες; Πως γλίστρησε κάτω από τη μύτη σου;…» Η κοπέλα τα έχασε. Άρχισε να κλαίει και μαζί της κι εγώ. Κάθε τόσο, ανάμεσα στα αναφιλητά της, επαναλάμβανε: «Δε βγήκα από το σπίτι. Και στο μπάνιο που μπήκα την παρακολουθούσα από το μισάνοιχτο τζαμάκι…» «Κι όμως η γιαγιά έφυγε… απάντησα φωνάζοντας εκτός ελέγχου. Σήκω… σήκω να ψάξουμε… Ίσως είναι ακόμα κοντά στο σπίτι. Περπατάει πολύ αργά… Μετά θα πάμε στην Αστυνομία και στην Υπηρεσία εκείνη που δείχνει η τηλεόραση. Κάποιος μπορεί να τη γνωρίσει από τη φωτογραφία της. Τρέξε… Ψάξε… Φέρε μου μια πρόσφατη φωτογραφία της, και πες μου τι ρούχα ή είχες φορέσει σήμερα… Όλα αυτά θα χρειαστούν.» Σταμάτησα απότομα, όταν συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα πια τι έλεγα. Βγήκαμε και οι δυο λαχανιασμένες στο δρόμο και με λίγες ελπίδες να μπαίνουν στο μυαλό με έναν παράξενο και αντιφατικό χορό. Ρωτήσαμε παντού. Τους γείτονες που τη γνώριζαν, το νεαρό παιδί που είχε το περίπτερο, τους ανθρώπους που είχαν τα μαγαζιά τους τριγύρω από το σπίτι και φτάσαμε μέχρι την εκκλησία ψάχνοντας και δείχνοντας τη φωτογραφία της. Με δάκρυα στα μάτια ρώτησα τον ιερέα αν τη είχε δει και στην αρνητική του απάντηση, κοιτάξαμε μαζί σχολαστικά όλες τις γωνίες της εκκλησίας, μήπως κάπου είχε κουρνιάσει φοβισμένη και δε φαινόταν και δε μιλούσε. Τίποτα… Προχωρήσαμε με την κοπέλα και με τη φωτογραφία της γιαγιάς στο χέρι αρκετά τετράγωνα, πέντε – έξι δε θυμάμαι. Το μυαλό μου νόμιζα ότι αρνιόταν να σκεφτεί οτιδήποτε, ο ιδρώτας έσταζε από τα ρούχα μου και σαν τρελή άρχισα να συνειδητοποιώ ότι έπρεπε να τρέξω αμέσως στο Αστυνομικό Τμήμα και στην Υπηρεσία αυτή που συχνά έβλεπα στην τηλεόραση να δείχνει ανθρώπους που χάθηκαν –οι περισσότεροι από άνοια– και να ζητά από τον κόσμο να βοηθήσει και να τηλεφωνήσει, αν έτυχε κάποιος να τους έχει δει.