Στη μεγάλη διασταύρωση του δρόμου σταμάτησα απότομα. Είδα μπροστά μου μαζεμένο κόσμο να σταυροκοπιέται, είδα αυτοκίνητα της Αστυνομίας, της Τροχαίας και ένα Ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ… και πάγωσα. Πλησίασα σε μια παρέα νεαρών παιδιών που φαινόταν να το διασκεδάζει και ρώτησα ξεψυχισμένα: «Τι έγινε εδώ παιδιά;» Η απάντηση του νεαρού ήρθε αδιάφορη: «Τροχαίο… Μια γιαγιά πέρασε με κόκκινο και έκανε στάση στη μέση του δρόμου, μέχρι που την παρέσυρε ένα αυτοκίνητο και… άντε γεια σου… η γιαγιά». Μπροστά μου έβλεπα τους διασώστες να ανεβάζουν το φορείο. Έτρεξα σαν υπνωτισμένη και βρέθηκα σε ένα λεπτό –σαν παγωμένος αγέρας- δίπλα στο φορείο για να δω. Μια γιαγιά φώναζε από τον πόνο σφίγγοντας τα ματωμένα χέρια της, αλλά ευτυχώς… δεν ήταν η δική μου γιαγιά! Έγειρα, σύρθηκα πίσω, κάθισα στο πεζοδρόμιο και ακούμπησα το κεφάλι σε έναν κάδο των σκουπιδιών. Μετά δεν ξέρω τι έγινε. Συνήλθα, βλέποντας την κοπέλα του σπιτιού μας κατάχλωμη, σκυμμένη επάνω μου, να μου κάνει αέρα με μια εφημερίδα και να βρέχει το πρόσωπο και το κεφάλι μου με δροσερό νερό. «Πως νιώθεις; Είσαι καλύτερα;» κατάφερε να ψελλίσει. Χωρίς να απαντήσω, πετάχτηκα όρθια σαν ελατήριο, φωνάζοντας: «Έλα φεύγουμε… Πάμε στο σπίτι να πάρουμε την ταυτότητα της γιαγιάς και τη δική μου… Θα χρειαστούν στην Αστυνομία για να δηλώσουμε την εξαφάνιση…» είπα με χείλη που έτρεμαν. Είχαμε φτάσει έξω από το σπίτι μας. Πάντα πίστευα στα θαύματα και στην εσωτερική αλήθεια του ανθρώπου. Στα σκαλοπάτια ήταν κουλουριασμένη η γιαγιά μου! Με τα αδύνατα χέρια της είχε αγκαλιάσει τα λυγισμένα της γόνατα και έλεγε ασυνάρτητα λόγια κοιτάζοντας μπροστά της το κενό. Στάθηκα απέναντί της και πήρα πολλές βαθιές ανάσες. Τις χρειαζόμουν γιατί μόλις είχα ανέβει στη φτερούγα για να πετάξω. Έτσι είχε πει ο σοφός: «Πάντα υπάρχει μια φτερούγα για να πετά ο άνθρωπος…». Κοίταξα την κοπέλα δίπλα μου. Έτρεμε σα φύλλο έτοιμο να κοπεί από το κλαδί. Της είπα σιγά: «Πλησιάζουμε αργά και της μιλούμε ήρεμα. Τη βοηθούμε να σηκωθεί και με μαλακό τρόπο, τη βάζουμε στο σπίτι…» Γονάτισα μπροστά της, αλλά δεν άντεξα. Τη χάιδευα, της φιλούσα τα χέρια και από τα μάτια μου δεν μπορούσα –όσο και να το προσπαθούσα- να συγκρατηθώ κόμπους – κόμπους τα ζεστά δάκρυα. Η κοπέλα κάθισε δίπλα της και τη ρώτησε ψύχραιμα: «Τι κάνεις εδώ γιαγιά… με το κλειδί στο χέρι; Κοντεύει να νυχτώσει». Γύρισε το κεφάλι προς το μέρος της και απάντησε με σιγανή φωνή:» Περιμένω το παιδί, την εγγονούλα μου. Άργησε σήμερα να γυρίσει από το σχολείο και ανησυχώ πολύ. Βλέπεις είναι μόνο οκτώ χρονών βλαστάρι. Εγώ το μεγάλωσα. Αυτό το παιδί είναι η αναπνοή μου, η ζωή μου… Άραγε γιατί άργησε τόσο; Πρέπει να πλυθεί, να φάει, να κάνει τα μαθήματά του, να ξεκουραστεί…» Όση ώρα μιλούσε, τα δάκρυά της φώλιαζαν στις βαθιές ρυτίδες του προσώπου της. «Δεν κλαίνε τα μάτια, όταν δεν δακρύζει η καρδιά…» σκέφτηκα. Και τούτη την ώρα δάκρυζε η γέρικη καρδιά της γιαγιάς μου. Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι της και προς εμένα που έμενα γονατιστή μπροστά της. Ύστερα είπε στην κοπέλα χαμηλόφωνα: «Ποια είναι αυτή η κυρία; Με κοιτά, με φιλά και όλο κλαίει… Δεν την ξέρω… Καλύτερα να φύγει. Κουράστηκα πολύ σήμερα… Θέλω να ξαπλώσω…».