Μια πόλη – φάντασμα στη θρυμματισμένη πατρίδα
Η «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα», της ομώνυμης συλλογής του Ελληνοκύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη, υπάρχει με διπλή όψη και στην ψυχή της κυρίας Αργυρού. Η πολιτεία της αθωότητας έρχεται μπροστά στα μάτια της, αφού ξεκίνησε από μια φωτογραφία παλιάς γνώριμης ή από το κλουβί με το καναρίνι. Είναι η πόλη της μνήμης, με τους δρόμους, τα σχολεία, τους παιδικούς φίλους και τον «Πίνδαρο στην Αμμόχωστο», το μαύρο πουλί που τη συνοδεύει ως το σχολείο της, για να το βρει το μεσημέρι στο σπίτι τους. Όταν έντρομοι όλοι οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τον τόπο τους, 14 Αυγούστου 1974, ειδοποιημένοι για το βομβαρδισμό, ο Πίνδαρος δεν είναι δυνατόν να φύγει και μαζί του τα πάντα γκρεμίζονται.
Έρημη επί σαράντα χρόνια η Αμμόχωστος, ερειπωμένη μέσα στα αγριόχορτα και τα ερπετά, με κουρσεμένους ακόμη και τους πορτοκαλεώνες της, …για να πάει ξυλεία στην Τουρκία. Κι όταν η κυρία Αργυρού βλέπει σε βίντεο τις τωρινές φωτογραφίες της πρώην πολιτείας, όλα γίνονται «μια πληγή ασήκωτη… σε μιαν άχρονη πραγματικότητα», στο σκηνικό «αρχαίας τραγωδίας χωρίς τους ανθρώπους», σύμφωνα με τη λιτή και σημαίνουσα γραφή του συγγραφέα.
Οι περιστάσεις αφήνουν τη θλίψη τους στα νεανικά πρόσωπα, που μας κοιτάζουν από τις παλιές φωτογραφίες και ίσως είναι καλύτερα να τις ξεχάσουμε. Ουδέποτε όμως έκανε τέτοια σκέψη ο κύριος Ανδρέας, στη Λευκωσία. Εκείνος ο συναισθηματικός εστιάτορας, με το μεράκι του φωτογράφου, είχε τραβήξει πάνω από πεντακόσιες φωτογραφίες, κυρίως πορτρέτα, Ελλαδιτών της ΕΛΔΥΚ, που γευμάτιζαν στο μαγαζί του, στα «Προπύλαια», όταν είχαν έξοδο. Όλες τις κρατά στο παράπλευρο πρώην στούντιο, μερικές μπορούν να παρατηρούν οι πελάτες, πάνω σε ένα έπιπλο, από τα τραπέζια τους -και κάποια μέρα εκεί συνέβηκε ένα δραματικό περιστατικό. Ο κύριος Ανδρέας με δυσκολία μιλά: «Παιδιά απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Ο Βασίλης, ο Αλέξανδρος, ο Μπάμπης απ’ το Καστελλόριζο κι ο Κωστής απ’ το Διδυμότειχο. Δεν θυμάμαι τα ονόματα ολωνών… Πώς χάθηκαν τόσα παιδιά -σήμερα ακόμη μου φαίνεται πως δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο. Σκέφτομαι πως στάθηκαν άτυχα… Χωρίς να ξέρουν τι μπάχαλο είχαν καταντήσει οι άλλοι την πατρίδα και πως τα έσερναν στη σφαγή».
Πολύ πικρός και ο επίλογος του κυρίου Ανδρέα. Όχι, δεν εμπιστεύεται σε οιοδήποτε αρχείο τα πρόσωπα των φωτογραφιών του. Και χρόνια τώρα δεν ξαναπήρε το φωτογραφικό του φακό.
Η βαναυσότητα του κατακτητή
και η αλήθεια της Ιστορίας
Ο συγγραφέας πώς να προσπεράσει και τις πιο βαθιές πληγές… Είναι τα δράματα όσων, επί δεκαετίες, συντηρούσαν την αδύναμη ελπίδα ότι θα ξαναδούν ζωντανούς τους αγνοουμένους, για να ενταφιάζεται τελικά η προσδοκία μαζί με τα οστά των ανθρώπων τους, σε σχεδόν παιδικά φέρετρα, όταν τελείωναν οι εξετάσεις με τη μέθοδο D.N.A. Και δεν είμαστε μόνοι. Οστά βρίσκονταν στη Δρέσδη κατά την ανοικοδόμησή της, είκοσι χρόνια μετά τον πόλεμο και οι σημερινοί Ισπανοί εξακολουθούν να αναζητούν ό,τι πρέπει, σκάβοντας τους ομαδικούς τάφους του Ισπανικού Εμφυλίου. Με την έσχατη βαρβαρότητα περιφρονεί ο πόλεμος τα ιερά δικαιώματα των νεκρών και η αφήγηση της «επιστροφής» των θυμάτων της τουρκικής εισβολής έχει τον υποβλητικό τίτλο: «Μ’ ευλάβεια και με λύπη» -για να μείνει και τίτλος του βιβλίου μας.
Ξέρουμε ότι η αλήθεια είναι το πρώτο θύμα το πολέμου. Το βλέπουμε και στο εγκλωβισμένο «Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου», την πρώτη μέρα της λειτουργίας του με τα εννιά παιδιά. Καθηγητής τους είναι και ο Λεύκιος Ζαφειρίου. Ξαφνικά μια γυναίκα από τα Ηνωμένα Έθνη «ζητάει να φέρουν τα παιδιά της Γ΄ τάξης τα βιβλία της Λογοτεχνίας… Παίρνει ένα ένα τα βιβλία και ξεσκίζει τις σελίδες, που αναγράφονται σ’ ένα έγγραφο του τουρκικού στρατού. Η Χρυσοβαλάντη, μια μαθήτρια της Β΄ τάξης…» παρακολουθεί βουρκωμένη τη σκηνή, ένας καθηγητής την απομακρύνει, κι εκείνη, από ένα «σκαλοπάτι προς τη μεριά του κήπου… Δεν ξέρεις αν κλαίει ή αν κοιτάει στο βάθος τον ορίζοντα του δικού της τόπου που πια δεν της ανήκει…». Η Χρυσοβαλάντη… Ένα από τα αμέτρητα παιδιά των πολέμων…
Η «Αφήγηση για τον Αυξεντίου» σφραγίζει το βιβλίο. Η κυρία Βασιλική, κοριτσάκι έζησε, από κάποια απόσταση, το φρικτό και ηρωικό τέλος του Γρηγόρη, 3 Μαρτίου 1957. Έντρομη, κλαμένη, κρατημένη από τη μάνα της, άκουσε μια φοβερή έκρηξη. Ο Αυξεντίου δεν έβγαινε να παραδοθεί στους Εγγλέζους. Και συνεχίζει η ηλικιωμένη: «…ρίξανε βενζίνη στο κρησφύγετό του, βάλανε δυναμίτες και προκάλεσαν την έκρηξη που ήταν σαν σεισμός…Κι ας είναι πολιτισμένοι…».
Ο πατέρας του παλικαριού «κοιτούσε το απανθρακωμένο σώμα, οικτρά παραμορφωμένο από τη φωτιά, με εγκαρτέρηση μπροστά στον αξιωματικό που τον συνόδευε. Κι όταν ο ξένος σήκωσε το ματωμένο χοντρό σεντόνι που κάλυπτε τη σορό, δεν ξέσπασε σε κλάματα κοιτώντας το άφαντο πρόσωπο του παιδιού του, με εγκαρτέρηση». Ο τραγικός πατέρας έκλαψε όταν βγήκε έξω και αφού αρνήθηκαν να του δώσουν ό,τι απέμεινε από το παιδί του.
Μετά την εξόδιο ακολουθία στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, ο ιερέας ζήτησε ν’ ανοίξει το φέρετρο, για να δώσει το τελευταίο φιλί στο παλικάρι. «-Πάτερ, δεν έχει πρόσωπο», είπε ο ξένος αξιωματικός. Αλλά η κυρία Βασιλική ξέρει την αλήθεια: «Όλοι αυτοί δεν είχαν πρόσωπο, δικοί μας και ξένοι, κι όχι ο Γληόρης, που αν δεν σκοτωνόταν, καλύτερα θα ήμασταν σήμερα».
Αλίμονο στη χώρα που πέφτει σε χέρια ανθρώπων δίχως πρόσωπο, «δίχως βλέμμα». Σε δήθεν ανθρώπους, δικούς μας και ξένους. Το μόνο που ξέρουν είναι να κάνουν κράτος τον παραλογισμό, με απαράδεκτο αποτέλεσμα τον απροσμέτρητο πόνο του ανθρώπου. Και όχι μόνον αυτό. Μέγιστη δυστυχία είναι ότι η Ιστορία και τα ιστορικά δεινά, δεν διδάσκουν.
Σήμερα, που γράφονται δύσκολα αυτές οι γραμμές, η γενοκτονία των Παλαιστινίων συνεχίζεται και η παράλογη μοίρα της Ιστορίας προβάλλει ιδιαίτερα τραγική.
ΑΔΑΜΑΝΤΙΑ ΤΡΙΑΡΧΗ – ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ