Κι αντίς για ύπνο, σταλαγματιά, σταλαγματιά, θυμητικός της συμφοράς μεσ’ στην καρδιά σταλάζει ο πόνος.
Αισχύλου, Αγαμέμνων, στιχ. 179-181
Μτφρ. Ερρ. Χατζηανέστης
Το νέο βιβλίο του Ελληνοκύπριου Λεύκιου Ζαφειρίου, καταξιωμένου ανθρώπου των Γραμμάτων, έχει γραφτεί με μια ιστορική, σύγχρονη οπτική. Ο συγγραφέας, σαράντα χρόνια μετά τον «Αττίλα 1974», παράλληλα με το ρόλο του ως αφηγητή γεγονότων καταγράφει το λόγο αφανών της Ιστορίας, χωρίς η μυθοπλασία να έχει σχέση με τον συνδυασμό της επιλογής του. Ταξιδεύει τον αναγνώστη στη βαρύτατα τραυματισμένη Κύπρο, που λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του, αντιμετωπίζει, με αυτοσυγκράτηση και σύνεση, τη σκλήρυνση της τουρκικής πολιτικής. Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε πριν από τα τελευταία γεγονότα στην κυπριακή ΑΟΖ. Ο τίτλος – στίχος από την «Κηδεία του Σαρπηδόνος» της καβαφικής ποίησης –που πριτίμησε ο ποιητής Λεύκιος Ζαφειρίου για το πρόσφατο βιβλίο του, προδιαγράφει τη σεμνή γραφή. Κι αυτή είναι ο στοχασμός της κυπριακής πραγματικότητας, σαράντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή. Μετά τη συνέχεια του 1922, που έκανε ακόμη βαρύτερο τον ακρωτηριασμό του Ελληνισμού…
Η ευλάβεια και η λύπη του συγγραφέα και συμπατριωτών του, η απουσία μεγαλοστομίας και η παρουσία της «μετέωρης θλίψης», που πλανιέται στην τωρινή Κύπρο και σε κάθε σελίδα του συγκεκριμένου βιβλίου, αγγίζουν βαθιά τον αναγνώστη. Του μεταγγίζουν, αργά αργά, τον πόνο του απαράδεκτου θανάτου, το βασανισμό για την τύχη των αγνοουμένων, την οδύνη για έναν χαμένο οριστικά ελληνικό κόσμο, ύστερα από τις χιλιετίες της ζωής του.
Ο Λ. Ζαφειρίου μοιράζεται την αφήγηση στα δεκαέξι κείμενα του βιβλίου, δίνοντας το λόγο και σε άλλα υπαρκτά πρόσωπα, Ελληνοκύπριους ή ορισμένους Τουρκοκύπριους. Βλέπουν, κατά κανόνα όλοι, τον αντιαποικιακό αγώνα και ιδίως το οριακό 1974, όπως υπάρχουν στο παρόν, περίπου στο 2013 της έκδοσης. Ναι, αποσπούν έντονο το ενδιαφέρον τα γεγονότα, όταν συμβαίνουν, αλλά σημασία έχει και τι αφήνουν. Ο θλιβερός απόηχος γράφει το βιβλίο. Η τραυματική μνήμη των συμβάντων, που την ξυπνά συχνά η καθημερινότητα. Μια επίσκεψη στα λεγόμενα Κατεχόμενα, συναντήσεις με αυτόπτες μάρτυρες των εποχών, ορισμένες ή πολλές φωτογραφίες που διασώθηκαν, ακόμη και μια θλιβερή τελετή μακριά από την Κύπρο, ενεργοποιούν τα ανίατα τραύματα.
Αυτή τη στιγμή δεν θα επιμείνουμε στην εγκληματική αφροσύνη όσων άνοιξαν την κυπριακή πύλη στον Αττίλα –αν και οι νεότεροι Έλληνες σχεδόν την αγνοούν. Σημεία κι αυτά των οικογενειακών και εκπαιδευτικών καιρών μας. Παρακολουθώντας όμως, στο βιβλίο και το μάταιο ταξίδι με το «Επιβατικό (πλοίο) Ρέθυμνο» των Κυπρίων εθελοντών, στους οποίους επιβλήθηκε να μη φτάσουν στο φλεγόμενο νησί, με μεγάλη πικρία επανερχόμαστε στην Κύπρο. Την παραδομένη στην -αμετανόητη- προδοσία, στον κυνισμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, στην τουρκική υπεροπλία και στην ανίσχυρη, άπραγη Ελλάδα ενώπιον του 1ου και του 2ου Αττίλα, Ιούλιο και Αύγουστο του ‘74… Και η δεύτερη εγγυήτρια δύναμη, η Αγγλία, απαθής παρακολουθούσε, εκ του σύνεγγυς.
Ακολούθησε η οδυνηρή γνώση του «τι θα πει σκλαβιά», όπως έγραψε κάποτε ο Γ. Σεφέρης, με το βλέμμα στη Σμύρνη της παιδικής ηλικίας του. Γνώση για πολλοστή φορά στην Κύπρο. Τώρα έχει σημαδέψει και την εγκλωβισμένη μάνα, που έκλεισε τα μάτια του τετράχρονου Ζαχαρία της ένα πρωινό, γιατί την προηγούμενη νύχτα οι αρχές κατοχής αδιαφόρησαν για το βαριά άρρωστο παιδί και απαγόρεψαν τη μεταφορά του στο πλησιέστερο νοσοκομείο («Ο Θάνατος ενός Παιδιού»).
Η μάνα «αφηγείται περιστατικά, που τη βασανίζουν χρόνια τώρα. Έρχονται στον ύπνο της εφιάλτες όσα πέρασε…». Δεν είναι παράξενο που θυμίζει τους στίχους του Αισχύλου, όπως και στο σύνολό του το εν λόγω βιβλίο: «Στάζει δ’ ανθ’ ύπνου προ καρδίας | μνησιπήμων πόνος·» Η αλγεινή ενθύμηση των δυστυχιών…
Δεν σταματά εδώ ο αυθόρμητος μονόλογος της κυρίας Δάφνης, με λέξεις που δίνουν «το ελάχιστο απ’ το μεδούλι της ψυχής». «-… Τι ζωή κι αυτή, να’σαι ξένη στον τόπο σου, με ξένους στρατιώτες να κάνουν κουμάντο. …Αυτή τη σκλαβιά μέσα μας, στον τόπο μας, πώς να την αντέξεις χωρίς πληρωμή, που σε σακατεύει μέρα τη μέρα σα γάγγραινα».
Απαρηγόρητη η εγκλωβισμένη, προσπαθεί να εκφράσει την άφατη, τελικά, πικρία της Ιστορίας, μ’ ένα παιδί να διασχίζει το πούσι, παίζοντας το «εμβατήριο της θλίψης» στη σπασμένη του φυσαρμόνικα, «σε μια πατρίδα ανάπηρη στις γάζες».