Γράφει η Αντιγόνη Ιωαννίδου
Γνώρισα από κοντά την Αμαλία Βορρέ τον καιρό που είχε ήδη πάρει την απόφαση να αποσυρθεί σε κάποια στέγη ηλικιωμένων. Αν και ήταν σε εξαίρετη φυσική κατάσταση, πάντα όμορφη, απίστευτα αρχοντική και αρκετά νέα ακόμη, τελικά το έπραξε χωρίς κανένα δισταγμό. Ήθελε, όπως εκμυστηρεύτηκε σε μένα και την αδελφή μου, «να γνωρίσει την έσχατη ταπείνωση πριν πεθάνει»!
Αποχαιρέτησε λοιπόν το σπίτι της, τον κήπο της, τα δέντρα της αυλής της. Μίλησε με τα έπιπλά της, χάιδεψε τις πόρτες και τα έργα τέχνης που υπήρχαν εκεί… Αποχαιρέτησε με μεγάλη γενναιότητα κι αξιοπρέπεια την ως τότε ζωή της. Άλλα από τα υπάρχοντά της τα χάρισε, άλλα τα πούλησε. Έφυγε για τη στέγη ηλικιωμένων, όπου εγκαταστάθηκε σε ένα λιτό δωμάτιο με μόνη συντροφιά της λίγα ενθυμήματα. Επέπρωτο να ζήσει ακόμα πάνω από είκοσι χρόνια σ’ εκείνη τη στέγη… «Δεν πίστευα πως θα αργούσε τόσο η ώρα!» εξομολογήθηκε σε κάποιον από τους ελάχιστους φίλους που δεχόταν πια…
Η Αμαλία, όπως και ο άντρας της Ιωάννης Βορρές υπήρξαν πρόσωπα που συνέδραμαν θετικά το γίγνεσθαι της Ιστορίας. Αυτό δε σε μια εποχή πολέμων, ερίδων, εθνικών συμφορών και δραματικών ανακατατάξεων. Εκεί που ένας καθημαγμένος λαός ενός μικρού και σχετικά νεόκοπου κράτους, όπως ήταν η Ελλάδα, πάσχιζε να βρει το βηματισμό του!
Όλοι οι έντιμοι άνθρωποι της Ιστορίας, επώνυμοι, είτε ανώνυμοι αδιάφορο, ασκούσαν πάντα πάνω μου μια ακατανίκητη έλξη. Τους περιέβαλα με απέραντο σεβασμό. Χωρίς πολιτικές πολώσεις και μεροληψίες. Κατανοώντας πάντα τους όρους που έθεταν εκείνοι οι ταραγμένοι καιροί. Καθώς είμαι Πόντια τρίτης προσφυγικής γενιάς, οι έννοιες της πατρίδας, της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας, των αγώνων, των αγωνιστών και όσων τους στήριξαν καταχωρήθηκαν στη φυλετική μου μνήμη ως ανεκτίμητη παρακαταθήκη! Κοιτάζω πίσω στο χρόνο και βλέπω με δέος όλους εκείνους στους οποίους χρωστώ ευγνωμοσύνη. Διότι μέσα στη φωτιά και το μαχαίρι, υπήρξαν αυτοί που διέσωσαν τις αξίες χωρίς τις οποίες η ζωή, ζωή δε λογιάζεται!
Αυτή την ιστορική διάσταση των αείμνηστων Ιωάννη και Αμαλίας Βορρέ νιώθω την υποχρέωση να φωτίσω. Όχι γιατί διαθέτω άπειρα στοιχεία και πάντως ικανά για τη σύνταξη ενός εμπλουτισμένου βιογραφικού. Επισκεπτόμουν την Αμαλία Βορρέ στο σπίτι της και αργότερα στη στέγη γερόντων, όπου είχε αποσυρθεί. Με τιμούσε με την ανυπόκριτη φιλία και την εκτίμησή της. Μού εκμυστηρεύτηκε σημαντικά στοιχεία για τη ζωή της. Όταν όμως της είπα κάποτε πως όλα αυτά έχει υποχρέωση να τα παραδώσει στις νεότερες γενιές και της ζήτησα την άδεια μιας συστηματικής και λεπτομερούς καταγραφής, εκείνη δεν μού την έδωσε. Δεν πίστεψε ποτέ πως στη ζωή της είχε κάνει τίποτα σπουδαίο, άξιο να καταγραφεί Ήθελε, άλλωστε, να γνωρίσει την έσχατη ταπείνωση πριν πεθάνει…
Η Αμαλία Μολά (ήταν το πατρικό της επώνυμο) πλουσιοκόρη της εποχής μεγάλωσε στο αρχιτεκτονικού στιλ ART NOUVEAU αρχοντικό της οικογένειά της στην οδό Δημοκρίτου στο Κολωνάκι. Ήταν νεαρό κορίτσι, όταν ήχησαν οι σειρήνες του πολέμου το Σαράντα. Αμέσως πήρε την απόφαση: θα άφηνε τη θαλπωρή, τις ανέσεις και τα πλούτη του σπιτιού της για να καταταγεί εθελόντρια νοσοκόμα στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό (Ε.Ε.Σ). Σε λίγες μέρες έφευγε για το Μέτωπο όπου θα εργαζόταν ακάματα στα πρόχειρα στρατιωτικά νοσοκομεία για την περίθαλψη των τραυματιών στρατιωτών μας.
Πώς ένα τόσο νέο κι αμάθητο κορίτσι μπόρεσε να εξοικειωθεί με τα βογγητά, το αίμα, τα τραύματα, τον επιθανάτιο ρόγχο; Πάνω από πενήντα πόδια παλικαριών με κρυοπαγήματα τα έκοψαν οι γιατροί ενόσω αυτή τα κρατούσε σα μάνα στην αγκαλιά της και τους έδινε κουράγιο! Κάποια φορά που οι πόλεμος δεν έδειχνε να πηγαίνει τόσο καλά και οι τραυματίες έφταναν αποκαμωμένοι και με πεσμένο το ηθικό στο νοσοκομείο η αδελφή Αμαλία στάθηκε στη μέση του θαλάμου, άνοιξε τα χέρια της και με το πιο πλατύ της χαμόγελο τους φώναξε: «Καλώς τα παλικάρια μας! Καλώς τους ήρωές μας! Να τώρα, τώρα μόλις φτάσανε και τα καλά νέα από το μέτωπο! Νικάμε παλικάρια μου, νικάμε!»
Μια άλλη φορά το Στρατηγείο διάταξε γενική συσκότιση. Οι εθελόντριες αδελφές περιέρχονταν τους θαλάμους για να ελέγξουν μήπως και κάποιο φως ξεχάστηκε αναμμένο. Ευτυχώς όλα έδειχναν εντάξει, έως ότου κάτω από την πόρτα μιας τουαλέτας φάνηκε μια χαρακιά από φως! Έντρομη χτύπησε την πόρτα από όπου σε λίγο εμφανίστηκε τρεμάμενη μια άλλη εθελόντρια νοσοκόμα κρατώντας στα χέρια τα γυαλιά της, ένα χαρτί κι ένα ιταλικό λεξικό. «Καταλαβαίνεις τι κάνεις, παιδί μου;» τη ρώτησε αυστηρά. Αν μάς πάρουν είδηση θα μάς βομβαρδίσουν! Τότε εκείνη η αδελφή κοκκίνησε κι έσκυψε το κεφάλι… «Το ξέρω αδελφή Αμαλία, της είπε, αλλά να…, πλάι μου έπεσε στη μάχη βαριά τραυματισμένος ένας Ιταλός στρατιώτης. Μού είπε κάτι στα Ιταλικά που δεν το κατάλαβα…Μού φάνηκε πως με παρακαλούσε να γράψω στη μάνα του για να της πω πως ο γιος της σκοτώθηκε! Μού πέταξε κι ετούτο το χαρτάκι με τη διεύθυνση και μέχρι να το μαζέψω εκείνος ξεψύχησε! Προσπάθησα να καταλάβω τι μού είπε με αυτό το λεξικό… Να γράψω στη μάνα του… Μάνα τον γέννησε κι εκείνον!»…
Ένα άλλο βράδυ περιερχόμενη τους θαλάμους, μόλις την είδε ένας τραυματίας άρχισε να τραγουδάει με πάθος και καημό ένα από εκείνα τα γεμάτα ερωτικό πάθος λαϊκά τραγούδια της εποχής. Η Αμαλία έσπευσε να πάει κοντά του, στάθηκε πλάι στο προσκέφαλό του και φανερά προσβεβλημένη του είπε «Με τέτοια τραγούδια υποδέχεσαι την αδελφή σου, παιδί μου;» Κόκκινος σαν την παπαρούνα έγινε από τη ντροπή του ο τραυματίας! Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς… Προσπάθησε να τον καθησυχάσει μέχρι τη στιγμή που ο φαντάρος της εξομολογήθηκε με σπαραγμό χωρίς να την κοιτάει στα μάτια: «Αχ! αδελφούλα! Τόσες μέρες εδώ μέσα ένιωθα τόση ανάγκη να πω ένα τραγούδι, να μού φύγει αυτό το βάρος απ’ την καρδιά! Όμως το μόνο τραγούδι που μού ερχότανε στο νου ήτανε το «Η ζωή εν τάφω!»