Κάποτε ο στρατός μας επέστρεψε από το μέτωπο. Αρκεί και μόνο μια ματιά στο χάρτη της Ευρώπης για να καταλάβει κανείς πόσο γιγάντια απόφαση ήταν η αντίσταση των Ελλήνων! Πόσοι λαοί πάνω και πέρα από τα σύνορά μας το τόλμησαν; Ήταν μια αποκοτιά; Μια παράτολμη απόφαση; Ήταν μια εποποιία ! Οι Έλληνες δίδαξαν τους λαούς πως γράφονται οι χρυσές σελίδες της Ιστορίας!
Όμως τα γεγονότα αυτά ακολούθησε η δεύτερη επέλαση του φασισμού, του γερμανικού αυτή τη φορά. Η ηρωική χώρα θα υπέκυπτε! Τσακισμένη από την κούραση και τις κακουχίες και με κλονισμένη την υγεία της η νέα και πανέμορφη Αμαλία γύρισε στο σπίτι της. Είχε όμως προσβληθεί από φυματίωση, δε θα μπορούσε πια να μένει μαζί με τους δικούς της. Η οικογένειά της την εγκατέστησε σε ένα μικρό σπιτάκι που νοίκιασε πλάι στο κτήμα του γαιοκτήμονα Ιωάννη Βορρέ. Εκεί θα έδινε πια μονάχη τον προσωπικό της αγώνα για την ιερή υπόθεση της ζωής…
Ένα πρωί καθισμένη πίσω από το παράθυρό της είδε μια χωρική του Μαρουσιού να κουβαλάει έναν κουβά γεμάτο φρεσκοαρμεγμένο αχνιστό γάλα… Πετάχτηκε έξω και ρώτησε τη γυναίκα αν θα μπορούσε να την προμηθεύει λίγο γάλα κάθε μέρα επειδή, όπως της εξήγησε, ήταν βαριά άρρωστη και το είχε απόλυτη ανάγκη! «Τι να σάς πω…», εξήγησε με τη σειρά της η γυναίκα. «Μακάρι να ήταν δικό μου το γάλα, κορίτσι μου, να σού έδινα. Είναι όμως του κυρίου Βορρέ, που όλοι εδώ στα δικά του χτήματα δουλεύουμε, κι εγώ δε μπορώ να σού δώσω!» Οι δυο γυναίκες τράβηξαν η κάθε μια το δρόμο της θλιμμένες και με σκυφτό το κεφάλι… Τι έκπληξη όμως όταν σε λίγο η Αμαλία είδε εκείνη τη γυναίκα να καταφθάνει φουριόζα κρατώντας και πάλι τον κουβά της γεμάτο γάλα! Της χτύπησε χαρούμενη την πόρτα. «Το είπα στον κύριο Βορρέ, κορίτσι μου, κι εκείνος μού είπε: Να πας αμέσως το γάλα στη γυναίκα που το έχει ανάγκη και από δω και πέρα κάθε μέρα να της πηγαίνεις δυο μπουκάλια φρέσκο γάλα να πίνει, να γίνει καλά!» Για χρήματα φυσικά ούτε λόγος…
Σε λίγες μέρες, η Αμαλία δυνάμωσε χάρη σ’ εκείνο το γάλα. Έπρεπε τώρα να επισκεφθεί τον άγνωστο γενναιόδωρο ευεργέτη της για να του πει «ευχαριστώ». Τον επισκέφθηκε στο σπίτι του και συζήτησαν αρκετή ώρα. Δε θα μπορούσαν ποτέ να υποψιαστούν πως είχαν τόσα πολλά να πουν!
Εκείνη του είπε πως αρρώστησε στο Μέτωπο, όπου υπηρέτησε σαν εθελόντρια νοσοκόμα. Εκείνος τότε της είπε τη δική του ιστορία. Της είπε πως με την έναρξη του πολέμου οι αρχές είχαν επιτάξει ένα αυτοκίνητό του το οποίο εκείνος όφειλε να παραδώσει. Ωστόσο δε μπορούσε να αντέξει στην ιδέα πως μια τέτοια ώρα που άλλοι έδιναν μάχες εκείνος θα βρισκόταν απαθής μακριά. Ήταν βέβαια ήδη πενήντα τριών ετών, δεν επιτρεπόταν να τον επιστρατεύσουν. Εκείνος παρουσιάστηκε ωστόσο θαρρετά στις στρατιωτικές αρχές και τους το απαίτησε! Μόνο έτσι, τους δήλωσε, θα δεχόταν να τους δώσει το αυτοκίνητό του! Έτσι ο Ιωάννης Βορρές, ο γενναίος ευπατρίδης, ο ανιδιοτελής και αγνός πατριώτης που κάποτε υπήρξε ο πρώτος Έλληνας φαντάρος που πάτησε το πόδι του στην απελευθερωμένη Χίο, έκαμψε με την επιμονή του τις αντιστάσεις τους! Σύντομα έφυγε για τη Μέτωπο…
Η αγάπη για την πατρίδα, η απεριόριστη εκτίμηση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους, η έμφυτη ευγένεια και καλοσύνη έκαναν τις καρδιές τους να σκιρτήσουν. Θα παντρεύονταν και πια θα ζούσαν την υπόλοιπη ζωή τους μαζί! Θα αναλίσκονταν στο εξής μόνο σε έργα αγάπης για την πατρίδα, για το Μαρούσι, την πόλη της καρδιάς τους, για τον άνθρωπο. Με πραότητα, ταπεινοφροσύνη και υπομονή.
Όταν ήρθε ο πλήρωμα του χρόνου, ο Ιωάννης Βορρές έφυγε πρώτος… Τα τελευταία του λόγια προς την αγαπημένη του σύντροφο ήταν: «Δεν πειράζει, Αμαλάκι μου… Ας μάς αδικούν! Εμείς να μην αδικήσουμε κανέναν»!
•••
Η προφορική Ιστορία, θεωρείται από κάποιους ίσως ως «ήσσων» μορφή Ιστορίας. Ωστόσο έχει μια συναρπαστική αμεσότητα και πειθώ, που δύσκολα οι ιστορικοί καταφέρνουν να μεταφέρουν στις αυστηρές επιστημονικές καταγραφές τους. Αυτό που όμως είναι πράγματι λυπηρό είναι πως τόσοι άνθρωποι, κατάφορτα «οχήματα» ύλης ιστορικής, ενώ υπάρχουν ανάμεσά μας κάποτε πεθαίνουν χωρίς κανείς να υποψιαστεί τι μεταφέρουν, να τα καταγράψει, να τα σώσει! Τους προσπερνάμε ανύποπτοι και αδιάφοροι! Έτσι χάνονται μαζί τους όλα εκείνα που θα είχαν να καταθέσουν ως εγκώμιο της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη…
Έπραξα το ελάχιστο καταθέτοντας αυτές τις μαρτυρίες! «Μνήμη αγαθή» Αμαλίας και Ιωάννη Βορρέ!