To δίλημμα ευρώ ή δραχμή επανέρχεται σε διάφορους χρόνους που θεωρούνται περίοδοι καμπής για την ελληνική οικονομία. Πολλοί επιρρίπτουν ευθύνες για τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στο ευρώ, οπότε θεωρούν ότι η επιστροφή στη δραχμή θα μας χαρίσει το χαμένο έδαφος.
Όλως τυχαίως, οι αναλύσεις αυτές αγνοούν το άμεσο παρελθόν της φθηνής δραχμής και των επιπτώσεών της στις εξαγωγές. Να υπενθυμίσουμε απλά ότι παρά τις θεαματικές «βουτιές» της δραχμής από το 1980 έως το 2000 (1980, 1$= 42,6 δρχ. και 2000, 1$=308,9 δρχ.), οι εξαγωγές της χώρας μετά βίας διπλασιάστηκαν ενώ οι εισαγωγές εκτινάχθηκαν.
Να σημειωθεί βέβαια ότι επί σκληρού ευρώ, από το 2000 έως πριν την κατάρρευση το 2009, οι εξαγωγές από 10 δις προσέγγισαν τα 25 δις δολάρια. Από την άλλη βέβαια υπερδιογκώθηκαν οι εισαγωγές. Για το τελευταίο, δεν ευθύνεται φυσικά το ευρώ, αλλά το ανοικτό διεθνές περιβάλλον και η άστατη οικονομική πολιτική της Ελλάδας, που ενίσχυσε την υπερκατανάλωση.
Την αιτία λοιπόν για την αποσάθρωση της εγχώριας παραγωγής, δε θα τη βρούμε στο νόμισμα, αλλά στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και στις παραλείψεις της εγχώριας οικονομικής πολιτικής.
Αναλυτικότερα, η αποβιομηχάνιση της χώρας δεν άρχισε με την ένταξή της στο ευρώ, αλλά με το άνοιγμα της ευρωπαϊκής και διεθνούς αγοράς στον ανταγωνισμό και με τον ταυτόχρονο περιορισμό της προστασίας της εγχώριας παραγωγής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης ξεκίνησε στις αρχές του 1960, με την πρώτη πολυμερή εμπορική συμφωνία πολλών κρατών του ΟΗΕ. Αυτή, οδήγησε στη μείωση των δασμών εισαγωγής στα βιομηχανικά προϊόντα, κατά 7% κατά μέσο όρο, το 1962.
Συνέχισε με μια δεύτερη όμοια συμφωνία, που οδήγησε σε νέα μείωση των δασμών εισαγωγής, πάλι μόνο στα βιομηχανικά προϊόντα, κατά 35% από το 1968-1972. Ακολούθησε μια τρίτη συμφωνία, που οδήγησε σε νέα μείωση των δασμών κατά 30% και στην εξάλειψη πολλών μέτρων μη δασμολογικού χαρακτήρα στα βιομηχανικά προϊόντα, από το 1980-1986.
Σε κάθε τέτοια συμφωνία συμμετείχε όλο και μεγαλύτερος αριθμός κρατών του πλανήτη.
Το 1981 γίναμε κράτος – μέλος της τότε ΕΟΚ, ενώ από το 1987 έως το 1992 εξαλείφθηκαν όλα τα εμπόδια που αφορούσαν στην ελεύθερη διακίνηση των αγαθών, υπηρεσιών, προσώπων και κεφαλαίων στους κόλπους της.
Το πρώτο μεγάλο σοκ το δέχθηκε η εγχώρια παραγωγή με τη δημιουργία της Ενιαίας Αγοράς της ΕΕ το 1993 και κατόπιν με την ολοκλήρωση του τέταρτου βήματος της παγκοσμιοποίησης, που έγινε το 1994. Τότε ζήσαμε το πλήρες σχεδόν άνοιγμα στο διεθνές εμπόριο των βιομηχανικών προϊόντων και την έναρξη του ανοίγματος αυτού, στις υπηρεσίες και στα αγροτικά προϊόντα.
Σε όλο αυτό τα πανδαιμόνιο, εμείς κτίζαμε μια βιομηχανία, γεωργία και υπηρεσίες, που επιβίωνε μέσα από τις υποτιμήσεις/ διολισθήσεις της δραχμής, επιδοτήσεις κ.λπ.