Και η παρα-εξουσία των Φαρισαίων, ΚΥΡΙΩΣ δε ο Ρωμαίος πραίτωρ και συνάμα ανάξιος δικαστής Πόντιος Πιλάτος –φοβούμενος τον Καίσαρα- δολοφόνησαν τον μεγάλο Διδάσκαλο. Ο ποιητής Βάρναλης κατήγγειλε την κοινωνική ανισότητα ως «Οδηγητής» εξέγερσης, και το σταυρικό θάνατο ενός αθώου με το θρήνο της Μάνας. Και τις δυο φορές έγραψε ποίηση, ιδιαίτερα δε η «Μάνα του Χριστού» ανήκει στα αριστουργήματα του παγκόσμιου λυρισμού, κατά τον Παναγή Λεκατσά.
Είναι φανερή και η βασική διαφορά μεταξύ των δύο ποιημάτων: Ο επαναστάτης Οδηγητής δεν θα διστάσει να πέσει για τις ιδέες του, ενώ η ποιητική Παναγία είναι μόνο, η αιώνια μάνα. Όπως «οι μάνες του ανθρώπου» κατά κανόνα στη ζωή και στη νεοελληνική ποίηση, δεν στρέφει το βλέμμα στο νόημα της θυσίας, αδυνατεί να αποδεχθεί τη σταύρωση της ζωής που η ίδια εγέννησε και δεν θα σταματήσει να διερωτάται:
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν!
Όμοια και στο ποίημα «Οι Πόνοι της Παναγιάς» από τη συλλογή «Σκλάβοι Πολιορκημένοι», πάλι του Βάρναλη, η νεαρή Παναγιά πονά περισσότερο στην ψυχή και όχι στο σώμα, περιμένοντας με προφητική αγωνία τον ερχομό του βρέφους της:
Αν ξαναρχόταν χίλιες φορές στη Γη ο Χριστός, θα τον ξανασταυρώνανε και τις χίλιες, έγραφε και ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται».
«Μ’ ευλάβεια και με λύπη»
Ο παραπάνω ενδιάμεσος τίτλος είναι στίχος από την «Κηδεία του Σαρπηδόνος» της καβαφικής ποίησης, που πρέπει να γραφεί και για τον ορφανό πατέρα. Πατέρας του Σαρπηδόνα και ο Δίας της Ιλιάδας, δεν κατόρθωσε να τον σώσει από τη βούληση της υπέρτερης Μοίρας, παρά μόνο να φροντίσει για την ταφή του, «Μ’ ευλάβεια και με λύπη», σύμφωνα με την υποβλητική απόδοση των ομηρικών στίχων (Ιλιάδας 431-461) από τον Αλεξανδρινό.
Και σήμερα, στις τηλεοπτικές οθόνες και στις εφημερίδες, οι ορφανές μητέρες της Ασίας, της Αφρικής και της «πολιτισμένης» Ευρώπης, μόνο το δια βίου τραγικό πένθος τους μπορούν να προσφέρουν στα αδικοχαμένα παιδιά τους, όπως μας παραδόθηκε από τις κλαίουσες μητέρες της χριστιανικής αγιογραφίας και της ποίησης. Ή, όπως έπλασε αυτήν την υπέρτατη οδύνη η τέχνη του Μιχαήλ Αγγέλου, στη σκηνή της Παναγίας που κρατά το νεκρό Ιησού! Πρέπει όμως να ηρεμήσει κάπως το μοιρολόι της καθημερινής μάνας, για να προσεγγίσει την αδιέξοδη καρτερία της αγίας Μητέρας, στο αριστούργημα της αναγεννησιακής γλυπτικής. Φέρει το γνωστό τίτλο, «La Pietá», η ευσέβεια, η αγιότητα.
Με την ευσέβεια προς το θεό και τον άνθρωπο ουδέποτε είχαν σχέση οι εξουσιαστές. «Μ’ ευλάβεια και με λύπη»1, Έλληνες και Ελληνίδες δεν παύουν να παρακολουθούν τα Άγια Πάθη, μπορεί με ιδιαίτερη περίσκεψη από άλλους λαούς. Διότι η ευαίσθητη ελληνική ψυχή έχει την αίσθηση του ανθρώπινου δράματος, την υποσυνείδητη κληρονομιά της θρησκείας, των τραγικών ποιητών, της δημοτικής ποίησης, των ιστορικών δεινών μας. Τις νύχτες της Μεγάλης Πέμπτης και της Μεγάλης Παρασκευής, η ζώσα συνείδηση γνωρίζει τι σημαίνει ο υπέροχος στίχος από τα «Εγκώμια»: