Από τη «Μάνα του Χριστού» του Κώστα Βάρναλη
Φεύγεις πάνω στην Άνοιξη, Γιε μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα,
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!
Και στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και να ’ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου και φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τι πες «Να με»!
Αχ! Δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
«ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ»
Αλεξάνδρεια, 1922, πρώτη δημοσίευση
«Ιτιά κλαίουσα» η Μάνα του Χριστού στους στίχους του Κώστα Βάρναλη… Πανάρχαιη είναι στην ποίηση η γυναίκα, η πηγή της ζωής που βάναυσα στερεύει και θρηνεί, εκφράζοντας τον πόνο όλων των θυμάτων της ανελέητης ανθρώπινης μοίρας. Ο Όμηρος, με θαυμαστή γνώση της ψυχής, πλάθει την πρώτη τραγική μάνα της ευρωπαϊκής ποίησης. Η Νηρηίδα Θέτιδα, η Παναγία της Ιλιάδας, γέννησε τον ωραιότερο και γενναιότερο πολιορκητή της Τροίας, χωρίς τη δυνατότητα να τον χαίρεται, διότι γνωρίζει ότι ο Αχιλλέας πρόωρα θα χαθεί. Όταν φτάνει η κραυγή του ως τα βάθη της θάλασσας, μετά το θάνατο του Πατρόκλου, έρχονται έντρομες σε κρυστάλλινη σπηλιά, όλες οι Νηρηίδες και η Θέτιδα «κινάει το μοιρολόγι»:
«…Αλί κι αλί σε με, την άμοιρη πικρολεβεντομάνα!
Γέννησα γιο τρανό, αψεγάδιαστο, στους αντρειωμένους πρώτο
κι ως τρυφερό κλωνάρι ανάδωσε·
…Αλίμονο, δεν θα τον δω να γέρνει
στο πατρικό ξοπίσω σπίτι του, να τον καλωσορίσω!…»
(Σ 50 – 60)
Ο μεγαλοφυής ποιητής συνθέτει τον επίλογο της «Ιλιάδας» και με το θρήνο της βασίλισσας Εκάβης, ενώπιον του νεκρού γιου της, που ήταν η ψυχή της Τροίας:
Έχτορα εσύ, που απ’ όλους πιότερο τους γιούς μου σ’ αγαπούσα,
Όσο μου εζούσες πριν, οι αθάνατοι σου ‘χαν περίσσια αγάπη…
Και τώρα ολόδροσος στο σπίτι σου μου κείτεσαι, πριν λίγο
σα να σκοτώθης…
(Ιλιάδας Ω΄ 748-759, Μτφρ. Καζαντζάκη – Κακριδή)