Τους ομηρικούς θρήνους κινεί η βίαιη στέρηση της ζωής στη διάρκεια ενός πολέμου, έστω σε μυθικό, αλληγορικό πλαίσιο, με τον αφηγητή του να καταγράφει όχι μόνο τη δράση και τον πόνο των θεών αλλά και την πραγματικότητα των ανθρώπων. Ο Χρόνος παρέβλεψε τα μεγαλοπρεπή ενδύματα της Θέτιδας και της Εκάβης, και τις άφησε στη μνήμη απλές, πάσχουσες μητέρες. Ως συμβολικά θύματα, εκείνες και τα νεκρά παιδιά τους, θύματα του διαχρονικού παραλογισμού, που εξαπολύει τα τέρατα του πολέμου και τις κάθε λογής ανθρώπινες συγκρούσεις.
Οι ιστορικές «μάνες του ανθρώπου»
‘Όπως στο ομηρικό έπος, χορός ποιητών από τότε μέχρι σήμερα συνεχίζει να παραστέκει την ορφανή μάνα, την ανελέητα χτυπημένη από ιστορικά γεγονότα. «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.», σύμφωνα με τον τίτλο ποιήματος του Κωνσταντίνου Καβάφη, στο αιγυπτιακό χωριό Ντενσουάι η μάνα παρακολουθεί με σπαραγμό τον απαγχονισμό του παιδιού της, επειδή διαμαρτυρήθηκε για τη βαναυσότητα Άγγλων Αξιωματικών:
Διαχρονικά όμοιο το παράπονο της ορφανής μάνας: «Τριάντα χρόνια παιδί μου και δε σ’ έμαθ’ ακόμα!» μοιρολογεί και η Παναγία του Κώστα Βάρναλη.
Στις 10 Μαΐου 1936, μια φωτογραφία εφημερίδας από την αιματηρή πανλλαϊκή εργατική απεργία των καπνεργατών της προηγούμενης ημέρας στη Θεσσαλονίκη, συνταράζει. Η ηλικιωμένη Κατίνα Τούση, γονατιστή δίπλα στον εικοσιεπτάχρονο, σκοτωμένο γιο της, με ανοιχτά τα χέρια της απελπισίας, θα υπάρχει πάντοτε στον «Επιτάφιο» του ποιητή Γιάννη Ρίτσου:
Η ονειρική Άνοιξη έχει και μια δεύτερη όψη: «Φεύγεις πάνω στην Άνοιξη, Γιε μου καλέ μου», κλαίει και η Παναγία της βαρναλικής ποίησης. «Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, | τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά…» εκφράζει το παράπονο και ο νεαρός Αθανάσιος Διάκος, λίγο πριν από τη μαρτυρική θυσία του. Όταν η Άνοιξη κυριαρχεί στην ψυχή και στη φύση, σκληρότερος είναι ο αμετάκλητος χωρισμός από τη ζωή.
Από τους τρεις Νεοέλληνες ποιητές που παραστάθηκαν στο θρήνο της ορφανής μάνας, ο Καβάφης και ο Ρίτσος είναι πάντοτε και δικαίως τιμημένοι, ενώ ο Βάρναλης φαίνεται αδίκως να ξεχνιέται, σαράντα ένα χρόνια μετά τη φυγή του. Γεννημένος το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας, με το επώνυμο Βάρναλης λόγω της πατρικής καταγωγής του από τη Βάρνα, ήταν εξαιρετικός φιλόλογος, που η εξουσία του 1925 τον απέλυσε από την Εκπαίδευση ως προοδευτικό δάσκαλο. Διέπρεψε σχεδόν σε όλα τα είδη του λόγου και μπορούσε να κατευθύνει την πένα του με επιτυχία, άλλοτε στην οξύτατη σάτιρα και άλλοτε στο γνήσιο λυρισμό. Έντιμη, μαχητική, στιβαρή παρουσία εναντίον της κοινωνικής αδικίας, με λόγο και πράξη, δίδαξε ήθος και τέχνη στους νεότερους. Υπήρξε άνθρωπος των γραμμάτων, διότι δεν ενέδωσε στην εύκολη έκφραση της κοινωνικής οργής, τηρώντας πάντοτε την αρχή του «ότι η τέχνη και η ηθική στον αληθινό καλλιτέχνη μαζί γεννιούνται και ΜΑΖΙ ΠΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ».
Ο ποιητής, αν και ίσως δεν ήταν θρησκευόμενος, έγραψε θαυμάσια ποιήματα για την ορφανεμένη Παναγιά –μπορεί και τα ωραιότερα στην Νεοελληνική Ποίηση. Οι εκ βαθέων κοινωνικές του ιδέες, η θέλησή του να προβάλει την αιτία των δεινών του ανθρώπου, πρέπει να τον οδήγησαν στο βιβλικό και συμβολικό πρόσωπο της λεηλατημένης αγίας Μητέρας, αλλά με αναμφισβήτητο σεβασμό. «Η Μάνα του Χριστού» ήταν ένα από τα ποιήματα της συλλογής του «Το Φως που καίει», μαζί με τον «Οδηγητή», το ποίημα-επαναστατικό σάλπισμα. Και όμως, ο στοχασμός των στίχων τους αναδεικνύει την κοινή τους αφετηρία: Ο Ιησούς, η Παναγιά και οι «Θυμωμένες καρδιές» του «Οδηγητή» είναι εξίσου θύματα της διαχρονικής, απάνθρωπης εξουσίας –που ασφαλώς αποτελεί το αντίθετο της δίκαιης διακυβέρνησης.