Διαβάζοντας τον Χάγκεν Φλάισερ
Όταν το 1945 έληξε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (συμπληρώνονται φέτος εβδομήντα χρόνια από το γεγονός), οι άνθρωποι ανάσαναν πιστεύοντας πως τα δεινά τους πήραν τέλος. Η πραγματικότητα όμως τους διέψευσε. Τίποτα δεν είχε τελειώσει. Παραδόξως μάλιστα, ενώ οι κοινωνίες που είχαν εμπλακεί στη δίνη του έπρεπε ν’ ανοικοδομηθούν και επιθυμούσαν την απώθηση του παρελθόντος, αυτό δεν συνέβη. Το παρελθόν αυτού του Πολέμου είχε μέλλον. «Οι πόλεμοι της μνήμης άρχισαν τη μέρα που ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε και από τότε δεν έχουν σταματήσει» κατά τον Βρετανό ιστορικό TGAsh. Αποτελούν μάλιστα αντικείμενο δημοσίων αντιπαραθέσεων σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Οι εφιάλτες του βασανίζουν και στοιχειώνουν ως σήμερα μαρτυρικούς τόπους, θύματα, θύτες (και τους επιγόνους τους) αναζητώντας εναγωνίως την παρηγορητική λήθη, που δεν έρχεται. Ο συγκεκριμένος πόλεμος διαμόρφωσε ταυτότητες και συνειδήσεις, που αρνούνται πεισματικά να μπουν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Της Ελένης Καραμπέτσου, εκπαιδευτικός
Το 1949 συστάθηκαν δύο γερμανικά κράτη, η δυτική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (Ο.Δ.Γ.) και η ανατολική Λαοκρατική Δημοκρατία (Ο.Λ.Δ.), παγιώνοντας έτσι την ενδογερμανική σύγκρουση. Στην Ελλάδα πάλι, το 1949, με την ήττα της Αριστεράς, προκάλεσε βαθιά ιστορική τομή. Η ΟΔΓ εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία ότι βρισκόταν στα ίδια ιδεολογικά χαρακώματα με τους νικητές του Εμφυλίου, αφού μάλιστα η χώρα αποτελούσε «στο δυτικό κόσμο» το εξέχον παράδειγμα προς διαστρέβλωση της επίσημης ιστορικής μνήμης. Μόνο στην Ελλάδα, απ’ όλες τις πρώην κατοχικές χώρες, οι συνεργάτες των Γερμανών ενσωματώθηκαν τόσο γρήγορα στον «εθνικό κορμό». Δεν υπήρχε ούτε καν η ανάγκη για αλλαγή της ορολογίας των κατακτητών, αφού συνέπιπτε με αυτή των Ελλήνων κυβερνώντων (π.χ. συμμορίτες για την άλλοτε ένοπλη Αντίσταση). Το γεγονός μάλιστα πως το αντιστασιακό κίνημα της Κατοχής ταυτιζόταν με την ηττηθείσα παράταξη του Εμφυλίου, έδινε άφεση αμαρτιών στα τακτικά στρατεύματα της Βέρμαχτ, όπως αναφέρουν γερμανικές αναφορές της εποχής: «Ευτυχώς μεσολάβησε ο Εμφύλιος και τα εγκλήματα των κομμουνιστών επικάλυψαν γεγονότα και μνήμες της κατοχής». Έτσι η Αθήνα, για τους διπλωμάτες της Βόννης, ήταν η πιο φιλική απ’ όλες τις πρωτεύουσες των πρώην αντίπαλων χωρών.
Η ενδοτικότητα μάλιστα των ελληνικών κυβερνήσεων ερμηνεύτηκε από τον ισχυρό νέο εταίρο ως απόρροια της οικονομικής εξάρτησης της χώρας, άλλωστε δεν απείχε και πολύ χρονικά το κατοχικό στερεότυπο της γερμανικής διαταγής πως στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα «μια ανθρώπινη ζωή συχνά δε μετράει και ο εκφοβισμός μόνο με ασυνήθιστη σκληρότητα επιτυγχάνεται». (Το αιματηρό ποσοστό της αναλογίας των Ελλήνων που φονεύθηκαν «ως αντίποινα» θεωρείται τραγικά υψηλό, αφού ήταν για κάθε γερμανική απώλεια, κατά μέσο όρο, 1/10, 1/50, 3/200 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής).
Εγκλήματα πολέμου: Στην προσπάθειά τους οι Γερμανοί κυβερνώντες ν’ αποδράσουν από το οδυνηρό παρελθόν, χρησιμοποίησαν στρατηγικές που απωθούσαν ή χειραγωγούσαν τις μνήμες του Πολέμου. Για τη χώρα μας επιλέχτηκε «η τελική λύση» του ζητήματος «των λεγόμενων εγκλημάτων πολέμου» συγχρόνως με την «εκκαθάριση» της σχετικής μνήμης. Ακόμα ολοένα και αυστηρότερα κρινόταν από τη Βόννη η πολιτική του κατευνασμού εκ μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων, παρ’ όλο που αυτή συνεπικουρούσε στη στρατηγική της λήθης. Γνωστές άλλωστε οι φιλοφρονήσεις του Α. Παπάγου προς το Γερμανό πρέσβη, τον οποίο αναγνώριζε «ως τέως αξιωματικό της Βέρμαχτ, του καλύτερου στρατού του κόσμου». Όλες οι κυβερνήσεις του 1950 προσπαθούσαν να σωφρονίσουν τις πολιτικά «μη ορθές μνήμες του κατοχικού παρελθόντος», όπως αυτές αναδύονταν π.χ. από τα αντιγερμανικά δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου. Οι Έλληνες που «έξυναν παλαιές πληγές» λίγο απείχαν από το χαρακτηρισμό του κομμουνιστή.
Το 1952 η Αθήνα εφηύρε «το νέο σύστημα κλήριγκ» που απάλλασσε τους ύποπτους εγκληματίες πολέμου με αντάλλαγμα περισσότερες γερμανικές εισαγωγές ελληνικών καπνών. Έτσι αποφυλακίστηκε ο τετράκις ισοβίτης εγκληματίας πολέμου Andrae, άλλοτε διοικητής του «Φρουρίου Κρήτης». Το γεγονός προκάλεσε το πικρόχολο σχόλιο του Ηλία Βενέζη : «καπνά από εδώ, ο δήμιος από εκεί». Το 1953 απελαύνεται χωρίς δίκη κι άλλος εγκληματίας της σφαγής του Διστόμου υπό «το πνεύμα πλήρους ευμένειας». Το 1957 συλλαμβάνεται, σχεδόν κατά λάθος, ο Μαξ Μέρτεν, με πλούσια ναζιστική δράση στη Μακεδονία, υπεύθυνος για τη μεταφορά των Εβραίων στο Άουσβιτς.
Όταν το 1958 η χώρα μας προσφεύγει για δάνειο 200 εκατομμυρίων μάρκων στη Βόννη, εκείνη ζητά ως «αντιστάθμισμα» την αποφυλάκιση του Μέρτεν και την οριστική παύση της δικαστικής δίωξης και άλλων εγκληματιών πολέμου. Πράγματι, λίγους μήνες αργότερα και μετά την καταδίκη του Μέρτεν σε εικοσιπέντε χρόνια φυλάκισης, η κυβέρνηση όχι μόνο τον απέλασε αλλά προχώρησε και σε τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας : «Αναστέλλεται αυτοδικαίως … πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου» ενώ «αντίγραφα των δικογραφιών αποστέλλονται εις τας γερμανικάς δικαστικάς αρχάς». Έτσι με λυμένα τα χέρια, Έλληνες υπουργοί όταν ετίθετο το θέμα της μη παραγραφής εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, παρέπεμπαν στην «αναρμοδιότητα» του ελληνικού κράτους, εφ’ όσον με τη ρύθμιση του 1959 το δικαίωμα αυτό είχε μεταβιβαστεί στις γερμανικές αρχές. Δικαίως η αντιπολίτευση μίλησε για «καλπάζουσα μονόπλευρη αμνηστία» προς τους Γερμανούς εγκληματίες, τη στιγμή μάλιστα που ο Μανώλης Γλέζος ήταν έγκλειστος στις φυλακές, όπως και άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι της Αριστεράς.
Πολεμικές αποζημιώσεις: Απογοητευμένες για τα πενιχρά οφέλη που εισέπραξαν από τη Συνθήκη Επανορθώσεων στο Παρίσι το 1946 η Ελλάδα και άλλες κατοχικές χώρες αναζήτησαν άλλους τρόπους αποζημίωσης όπως π.χ. την κατάσχεση κινητής ή ακίνητης γερμανικής περιουσίας που βρισκόταν στα εδάφη τους. Η ΟΔΓ εκείνο τον καιρό διαμηνούσε πως αδυνατούσε ν’ αντεπεξέλθει στην καταβολή περαιτέρω επανορθώσεων, παραβιάζοντας ανοιχτές πόρτες, τουλάχιστον για την Ουάσιγκτον.
Με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, η αμερικανική πολιτική έναντι της Γερμανίας είχε ήδη αντιστραφεί. Η υπερπόντια σύμμαχος αποφάσισε την ίδρυση ενός ξεχωριστού δυτικογερμανικού κράτους, ως προπύργιο του Ελεύθερου Κόσμου, που ο ρόλος του δεν έπρεπε να διακυβευτεί προς χάρη ξεπεσμένων «ηθικών υποχρεώσεων». Ο θείος Σαμ δεν ήταν διατεθειμένος να ταΐζει την αγελάδα που θα την άρμεγαν άλλοι. Το αγγλοαμερικανικό διευθυντήριο της διασυμμαχικής Συνδιάσκεψης στο Λονδίνο για τα χρέη της Γερμανίας κατέληξε το 1953 (με την συνυπογραφή και της Ελλάδας) σε συνειδητή ασαφή διατύπωση : «η εξέτασις των απαιτήσεων αίτινες πηγάζουσι εκ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου … θέλει αναβληθή μέχρι του οριστικού διακανονισμού του προβλήματος των Επανορθώσεων».
Με απλά λόγια, η συμφωνία απέκλειε κάθε διακανονισμό πριν την οριστική ρύθμιση του ζητήματος. Η συνειδητή παράλειψη του ακριβούς χρονικού προσδιορισμού οδηγούσε στην επ’ αορίστον αναβολή της ανεπιθύμητης ρύθμισης. Η Βόννη εκμεταλλεύθηκε τον καρπό της συμπαιγνίας φυσικά, αφού τον χρησιμοποίησε ως άλλοθι επί δεκαετίες, παραπέμποντας στη συμφωνία του Λονδίνου Έλληνες ή άλλους εταίρους που τολμούσαν ν’ αναφερθούν σε πολεμικές αποζημιώσεις. Σύμφωνα με το χρησμό του Λονδίνου δεν είχε εισέτι επέλθει το πλήρωμα του χρόνου. Αναγνώρισε μόνο τις ατομικές αποζημιώσεις σε θύματα που είχαν υποστεί διωγμό «δια λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστική κοσμοθεωρία». Το 1961 η Ελλάδα εισπράττει 115 εκατομμύρια μάρκα για το σκοπό μόνον αυτό.
Έκτοτε οι γερμανικές κυβερνήσεις οχυρώνονται πίσω από τη συνθήκη συνένωσης των δύο Γερμανιών του 1990. Τότε τέθηκε πάλι το ζήτημα των επανορθώσεων. Παρακάμφθηκε όμως «νομότυπα» με το να μην υπογραφεί επίσημη συνθήκη ειρήνης με όλα τα συμμαχικά κράτη, αλλά ένα υποκατάστατο ανάμεσα στις δύο Γερμανίες και τις τέσσερις μεγάλες δυνάμεις. Ειδικότερα για μας, προβάλλουν το επιχείρημα πως ύστερα από μισό αιώνα και πλέον ειρηνικής συμβίωσης ανάμεσα στις δύο χώρες, δεν μπορεί η Ελλάδα ν’ αξιώνει πολεμικές αποζημιώσεις. Εξαίρεση δεν γίνεται ούτε για το κατοχικό δάνειο το οποίο μαζί με τους τόκους ξεπερνά σήμερα τα 100 δισ. ευρώ. Πρόσφατη μάλιστα δήλωση της Καγκελαρίας ξεκαθαρίζει πως θέμα νομικό ή οικονομικό δεν υφίσταται παρά μόνο ηθικό.
Δεν έχουμε παρά να χαιρετίσουμε θετικά τις επισκέψεις των δύο Γερμανών Προέδρων σε μαρτυρικούς τόπους (Βαϊτσέκερ στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 1987 και πρόσφατα του Γοαχίμ Γκάουκ στους Λιγγάδες Ιωαννίνων) όσο και τα μήνυμα του τελευταίου πως: «Η Γερμανία έχει ιστορική ευθύνη έναντι της Ελλάδος για τις πολεμικές αποζημιώσεις».
Η ερευνητική διαχείριση της ιστορικής μνήμης στη χώρα μας παρουσιάζει μεγάλα κενά συγκριτικά με τις άλλες κατοχικές χώρες, οι οποίες με συστηματικές προσπάθειες προχώρησαν στην πληρέστερη εξακρίβωση των έμψυχων και άψυχων απωλειών του Πολέμου. Μόλις το 1980-1981 άρχισε να διδάσκεται η Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Πανεπιστήμιο. Λίγα πράγματα έχουν γίνει από το 1945-1946, όταν η Ελλάδα προσήλθε στο Δικαστήριο της Νυρεμβέργης και στη διασυμμαχική Συνδιάσκεψη των Επανορθώσεων με πρόχειρα, ασαφή, ελλιπή, αντικρουόμενα στοιχεία και στρογγυλοποιημένους αριθμούς.
Ήταν η εποχή που η επίσημη μνήμη ήταν απασχολημένη με το μέτρημα των νεκρών του Εμφυλίου, εκείνων τις οικείας παράταξης. Οι άλλοι διαγράφονταν… Το 1959 η Αθήνα απέδωσε αυτή την ασάφεια σε έλλειψη αρχείων. Στην πραγματικότητα υπήρχαν αμέτρητες στοίβες εγγράφων, διάσπαρτες σε διάφορες Υπηρεσίες, απρόσιτες, αταξινόμητες και λεηλατημένες. Ούτε οι αρμόδιοι δε γνώριζαν πού είχαν καταχωνιαστεί. Το Υπουργείο Εσωτερικών έχασε σε μετακόμιση «ολόκληρα φορτηγά εγγράφων». Στην πυρά ρίχτηκαν εκατομμύρια φάκελοι των Υπηρεσιών Ασφαλείας, ενώ τα αρχεία του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου κατέληξε το 1975 εσκεμμένα στους παλαιοπώλες.
Επιβάλλεται, ύστερα από τόσες δεκαετίες η σύνταξη ενός όσο το δυνατόν πληρέστερου καταλόγου των θυμάτων του Πολέμου και της κατοχής: των εκτελεσθέντων, των πεσόντων στην Αντίσταση, των νεκρών των αντιποίνων, των βομβαρδισμών, των ναρκοπεδίων, των στρατοπέδων καθώς και της εκατόμβης των νεκρών της μεγάλης πείνας του πρώτου κατοχικού χειμώνα του 1941. Να μετρηθούν άπαντες με σεβασμό χωρίς τη διαχωριστική γραμμή των ημετέρων ή μη. Τους το χρωστάμε…
•••
Η παρούσα εργασία δεν είναι παρά μία συρραφή ιστορικών κειμένων από το έργο του Γερμανού καθηγητή της Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, Χάγκεν Φλάισερ. Γράφτηκε επ’ ευκαιρία των τελετών μνήμης που πραγματοποιούνται σ’ όλη την Ευρώπη μαζί με τους εορτασμούς για τα εβδομήντα χρόνια από τη λήξη του Πολέμου. Αφιερώνεται με ευλάβεια στον παππού μου Β.Σ. (63 ετών) και στον θείο μου Γ.Σ. (23 ετών) που συνελήφθηκαν στο μπλόκο της Κοκκινιάς (17-8-1944) και εκτελέστηκαν σε πορεία θανάτου από τα ΕΣ-ΕΣ, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Βερολίνο, ενώ έμπαιναν οι συμμαχικές δυνάμεις στην πόλη.
Φίλοι μου, καθώς τα ακούσματα απ’ αυτόν τον πόλεμο δε λένε να καταλαγιάσουν και το Βερολίνο είναι καθημερινά παρόν στα σπίτια μας από την τηλεόραση, οι πληγές των θυμάτων αιμορραγούν συχνά. Ανακουφίζονται μόνο όταν κατορθώνουν να μοιράζονται με τους άλλους τον πόνο τους, πράγμα που το επιχείρησα και εγώ μαζί σας.
Σας ευχαριστώ για την ανάγνωση.