Κι αυτοί θα έστελναν στο Θεό ένα μεγάλο «ευχαριστώ», που μετά από χίλιους αγώνες και προβληματισμούς που τους έδωσε η ζωή, έφτασε η ώρα για να πάρουν επιτέλους την αμοιβή τους και ας είναι αυτή η αμοιβή τα λιγοστά χρήματα της σύνταξης. Όμως τώρα, αυτό το όνειρο που έτρεφαν χρόνια, έγινε στάχτη και πόνος. Τίποτα από όσα περίμεναν δεν πραγματοποιήθηκε, και σήμερα σκυθρωποί και χαμένοι σε έναν άλλο, άγνωστο γι’ αυτούς κόσμο, περιμένουν ντροπιασμένοι, ξεφεύγοντας από την κάμερα της τηλεόρασης που τους έχει κάνει από πολύ καιρό τώρα «πρώτο θέμα», περιμένουν ατέλειωτες ώρες σαν ζητιάνοι, απλώνοντας το χέρι στο μηχάνημα για να πάρουν τα 50 ή 60 ευρώ που τους δίνουν. Μόλις τα πάρουν, σκύβουν το κεφάλι και απομακρύνονται βιαστικά. Κανείς δεν αντέχει τέτοια ντροπή!
Στην ουρά των ΑΤΜ άλλοι είναι καθηλωμένοι σε αναπηρικά καροτσάκια, άλλοι στηρίζονται στο μπαστούνι τους, ή τους κρατά και τους βοηθά κάποιος που τους συνοδεύει. Αλλοι κινούνται αργά με τις πατερίτσες τους, άλλοι στηρίζονται σε Π, άλλοι λιποθυμούν στην ουρά από την εξάντληση και τη ζέστη και δέχονται τις πρώτες βοήθειες από αυτούς που στέκονται δίπλα τους ή –στα χειρότερα– ειδοποιείται και φτάνει ασθενοφόρο.
Άλλοι κάθονται στα πεζούλια, άλλοι έρχονται δύο μαζί και μοιράζονται το χρόνο της ορθοστασίας. Είδα ηλικιωμένες γυναίκες να φέρνουν μαζί τους ένα σκαμπό (όπως κάνουν στους Χαιρετισμούς) και κάθονται σ’ αυτό στην ουρά, σέρνοντάς το μαζί τους. Αρκετοί άνθρωποι –μεγάλης ηλικίας– έχουν συμφωνήσει με νέα παιδιά της εμπιστοσύνης τους να περιμένουν αντί γι’ αυτούς στην ουρά, και να τους δώσουν σαν αμοιβή 5 ή 10 ευρώ. Είδα γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης, να αλλάζουν συνεχώς τη στήριξη του σώματός τους, βαραίνοντας μία στο ένα και μία στο άλλο πόδι, και να κοιτάζουν με απόγνωση γύρω τους σα να ζητούν βοήθεια, ή ελπίζοντας ότι θα γίνει κάποιο θαύμα, που δυστυχώς δεν γίνεται.
Είδα μικροπωλητές να κινούνται κοντά στην ουρά, πουλώντας μπουκαλάκια νερό, κουλούρια, λουκουμάδες όπως γίνεται στα πανηγύρια. Αλλά μήπως αυτή η εικόνα, στους περισσότερους δρόμους της χώρας μας, δεν είναι… για τα πανηγύρια; Μόνο που αυτή εδώ η ουρά είναι ένα πανηγύρι ντροπής και εξαθλίωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η ώρα έχει πάει 9 το πρωί. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που είδα.
Ο δημοσιογράφος πλησιάζει το μικρόφωνό του κοντά στο χλωμό πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας που μόλις απομακρύνεται από το ΑΤΜ τρικλίζοντας και σφίγγοντας στη χούφτα της ένα χαρτονόμισμα των 50 ευρώ, και τη ρωτά: «Πόση ώρα περιμένατε στην ουρά;” Η γυναίκα τον κοιτάζει εξουθενωμένη και φέρνοντας τα χέρια της στο στήθος με φωνή σαν ροχαλητό από την δύσπνοια που την έπνιγε, αντέχει να πει: “Τέσσερις ώρες περίμενα…» πριν λυγίσει και σωριαστεί στο πεζοδρόμιο.
Γύρω της δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο. Φωνές, κατάρες, κλάματα, βρισιές, χάθηκαν στη σειρήνα του ασθενοφόρου που την πήρε αναίσθητη από την ουρά. Στο πεζοδρόμιο έμεινε το χαρτονόμισμα των 50 ευρώ να το κοιτάζουν όλοι με μίσος. Ύστερα επικράτησε για λίγο σιωπή. Κανείς δεν μιλούσε. Έτσι ήταν καλύτερα..
Ο σοφός είχε πει: “Είναι ημέρες που τα λόγια σκοτώνουν σαν σφαίρες».
Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή