Βαδίζω στο δρόμο αργά. Κάθε τόσο με σταματούν απέναντι στις Τράπεζες, άγρυπνες φωνές της ψυχής μου που ουρλιάζουν –χωρίς να ακούγονται- για τα θλιβερά και πολυσήμαντα γεγονότα των ημερών μας.
Μπροστά από τα ΑΤΜ των Τραπεζών, ξεκινά μια ουρά από ένα σκυθρωπό πλήθος ανθρώπων –κυρίως ηλικιωμένων– και σαν γερασμένο πολύχρωμο φίδι που μετακινείται σιγά και βαριά, καλύπτει όλο το πλάτος του πεζοδρομίου. Η ουρά του, χωρίς να τελειώνει πουθενά, φτάνει μέχρι το τέλος του τετραγώνου κι εκεί συμπληρώνεται συνέχεια. Οι ώρες περνούν δύσκολα και βασανιστικά, τώρα που οι καυτερές ακτίνες του ήλιου, πέφτουν κάθετα στο κεφάλι αυτών των ανθρώπων, πολλαπλασιάζοντας το παράδοξο και παράλογο που τους επιφύλαξε η ζωή τους, καθώς βαδίζει προς τη δύση της.
Περιμένουν 2 ή 3 ή και 4 ώρες, για να πάρουν από τα ΑΤΜ … 50 ή 60 ευρώ!
Οι διάλογοι που βγαίνουν από τα χείλη τους, αυτές τις ώρες της συνειδησιακής τρικυμίας, καταγγέλλουν και βρίζουν τις κάθε λογής ασυδοσίες και βαναυσότητες που υπομένουν αδύναμοι και τρομαγμένοι.
Άλλοι, είναι εξαιρετικά φειδωλοί στο λόγο τους, αλλά αν τους κοιτάξεις προσεκτικά στο πρόσωπο, στα μάτια, θα δεις την εικόνα του τιμωρημένου σκυλιού που υποφέρει μία σκληρή τιμωρία. Μόνο που αυτοί οι άνθρωποι έχουν γραμμένο στο ρυτιδωμένο τους μέτωπο ένα τεράστιο και πολύφωνο: ΓΙΑΤΙ; Γιατί να τα ανέχομαι όλα αυτά, χωρίς να έχω φταίξει σε τίποτα; Και τότε η αγανάκτηση ξεχειλίζει. Αρχίζουν οι φωνές και οι διαμαρτυρίες, όπως ότι κάποιοι ήρθαν από τα μεσάνυχτα για να πιάσουν σειρά και έγραψαν σε χαρτάκια τον αριθμό της σειράς τους. Αρχίζουν οι φωνές, φουντώνουν οι καβγάδες, οι άσχημες κουβέντες, οι βρισιές, τα σπρωξίματα και τα χτυπήματα, μέχρι να μεσολαβήσει η Αστυνομία που επιβλέπει την αθλιότητα, και να δώσει ένα τέλος.
Ακούγονται οργισμένες απειλές, και τα μπαστούνια σηκώνονται στον αέρα, έτοιμα να αντικαταστήσουν την ανθρώπινη δύναμη που έκλεψαν τα χρόνια καθώς έφευγαν. Αλλοι, πιο ψύχραιμοι, έχουν ακόμα το κουράγιο να παίξουν τον τραγελαφικό ρόλο εκείνου του μάγου που φέρνει ηρεμία, που ακούει τα παράπονα που ξεστομίζονται με δάκρυα, και παρηγορητικά συμφωνεί μαζί τους, τους καθησυχάζει και ανακουφίζει τα δίκαια ζητούμενα όλων, και μαζί και τα δικά του.
Στις ατελείωτες ουρές που σχηματίζονται μπροστά στις Τράπεζες και στα ΑΤΜ, συνωστίζονται άνθρωποι όλων σχεδόν των κοινωνικών στρωμάτων, καλοντυμένοι, αξιοπρεπείς, εργατικοί, ευγενικοί, φτωχοντυμένοι, άνθρωποι με τις φόρμες της δουλειάς τους, αλλά κυρίως άνθρωποι κουρασμένοι και μεγάλης ηλικίας, που ανάλωσαν τη ζωή τους δουλεύοντας σκληρά, πληρώνοντας αδρά τις εισφορές τους στο κράτος, και μετρώντας ώρα-ώρα το χρόνο σπρώχνοντάς τον με την αλήθεια και το μόχθο της ψυχής τους, για να φτάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην ολοκλήρωσή του, και να τους φέρει μία σύνταξη, λίγη ξεκούραση και ηρεμία.