Καθορίζεται δηλαδή ένα δικαιότερο καθεστώς, στο οποίο, με πολεοδομικά κριτήρια (βάση του είναι η πολεοδομική ενότητα), υπόχρεοι για την αποζημίωση του ιδιοκτήτη της απαλλοτριούμενη έκτασης, είναι ένα ευρύτερο πλήθος ωφελούμενων από τη λειτουργία του χώρου. Υπάρχει δε στο νόμο η πρόβλεψη ότι για πολύ σημαντικούς χώρους με ευρύτερο επηρεασμό, να μετέχουν στην επιβάρυνση και ιδιοκτησίες άλλων πολεοδομικών ενοτήτων, ακόμη δε και ολόκληρου του Δήμου.
Συνοπτικά, ο νόμος χωρίζει την πολεοδομική ενότητα που επηρεάζει ο κοινόχρηστος χώρος σε τρεις επιμέρους ζώνες και οι ιδιοκτήτες κάθε ζώνης μετέχουν στην αποζημίωση με διαφορετικό συντελεστή επιβάρυνσης. Τα όρια των ζωνών καθορίζονται με κριτήρια ευθέως συνδεδεμένα με το προκύπτον όφελος από τον κοινόχρηστο χώρο. Ο δε Δήμος μετέχει στην αποζημίωση με σταθερό συντελεστή 5% της όλης δαπάνης (το ποσοστό αυτό αποτελεί απόφαση του Δήμου, έτσι ώστε να εκλογικεύεται η επιβάρυνση των δημοτών* ) της όλης δαπάνης και το υπόλοιπο 95% επιβαρύνει τους δημότες των τριών ζωνών της πολεοδομικής ενότητας με ειδική επιπλέον επιβάρυνση για κτίρια ειδικών χρήσεων ( π.χ. Εμπορικά Κέντρα, Πολυκαταστήματα, Σούπερ Μάρκετ )
Η διαδικασία είναι απλή για και με την ύπαρξη του Κτηματολογίου δεν τίθεται θέμα κόστους κτηματογραφήσεων.
Ο δήμαρχος που θέλει να διανοίξει κοινόχρηστους χώρους κύριας σημασίας έχει ένα εργαλείο γρήγορης υλοποίησης με εξορθολογισμένες έτσι τις επιβαρύνσεις των δημοτών για τις αποζημιώσεις.
Η εφαρμογή αυτού του θεσμικού πλαισίου είναι η μόνη διέξοδος για την απόκτηση κοινόχρηστων χώρων κλπ., αφού με το μέχρι τη νομοθέτηση του ανωτέρω νόμου το ισχύον καθεστώς (Ν. 5269/31 κτλ) επέβαλλε το βάρος για την αποζημίωση τους σε περιορισμένο αριθμό δημοτών, λεγόμενους παρόδιους, οι οποίο επιβαρύνονταν με δυσβάστακτα ποσά και πανθομολογούμενη της αδημονία καταβολής τους, όπως άλλωστε και για τον ίδιο τον Δήμο, με αποτέλεσμα να αποδεσμεύονται δικαστικά αυτές οι εκτάσεις και να οικοδομούνται.
Ο νόμος δίνει επίσης λύση για την εξασφάλιση και σε ήσσονος σημασίας, κοινόχρηστους χώρους έστω και με δανεισμό.
Η εφαρμογή του Ν. 2508/1997 (ΦΕΚ 124Α/97) θα θέσει τους ωφελούμενους ιδιοκτήτες ενώπιον των υποχρεώσεών τους, ανάλογα με την προσδοκώμενη ωφέλεια.
Η διαδικασία αυτή μας απαλλάσσει από τα σύνδρομα της δήθεν αδυναμίας του Δήμου ή της ανέξοδης αγωνιστικής διεκδίκησης για την εξασφάλισης των κοινόχρηστων χώρων σε βάρος των ιδιοκτητών, με εξοντωτικά ποσά.
Επισημαίνεται τέλος ότι ο υπάρχει ο Ν. 5269/31 που ενεργοποιούσε την διαδικασία αποζημίωσης για την εξασφάλιση των κοινόχρηστων χώρων, προβλέπει ότι, εφόσον καθυστερήσει την καταβολή των αποζημιώσεων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από οκτώ χρόνια, με αφετηρία μετρήσεως του χρόνου την ημερομηνία ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλεως, παύει ισχύουσα η επιβληθείσα απαλλοτρίωση και η έκταση επιτρέπεται να οικοδομηθεί.
O Ν. 2508/97 -άρθρο 16 – είναι ένα χρήσιμο εργαλείο αρκεί να έχουμε μια άξια λόγου δημοτική αρχή, που ενδιαφέρεται να κάνει έργο και όχι να ξοδεύει δημοτικό χρήμα για πελατειακή λόγους.
Φυσικά από την στιγμή που τεθεί σε εφαρμογή ο ανωτέρω νόμος, είναι προφανές ότι η συνέχιση των διαδικασιών απαλλοτριώσεως με το προϊσχύον καθεστώς είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα. Και κατά τούτο οφείλεται μία δικαιολογία απ΄ τη δημοτική αρχή, όχι γιατί εμμένει και ταλαιπωρεί τους παρόδιους της «Πλατείας» Πέρου, αλλά γιατί αναλαμβάνει τον κίνδυνο να απαγορεύσει η Δικαιοσύνη της απαλλοτρίωση της έκτασης αυτής, που συνεπάγεται την οικοπεδοποίηση της;