Τα δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι γύρω στα δώδεκα, κάθονταν στο πεζούλι του τοίχου και κουβέντιαζαν:
– Εσένα ποιο μάθημα σου αρέσει; Ρώτησε το αγόρι.
– Ε: Όλα κι από λίγο… Δεν τρελαίνομαι και με κανένα. Με τα Μαθηματικά τα πάω καλά και με τη Φυσική… και η Γλώσσα αν και με κουράζει με τόσα μπλα – μπλα, καλή είναι…, απάντησε γελώντας.
– Τα Θρησκευτικά σού αρέσουν; Συνέχισε το αγόρι.
– Τι είπες τώρα; Τον κορόιδεψε το κορίτσι. Δεν έχω ανοίξει ποτέ αυτό το βιβλίο. Αλλά ευτυχώς, γιατί φαίνεται ότι δεν αρέσουν ούτε και στο δάσκαλο. Στην ώρα των Θρησκευτικών, κάνουμε πάντα, άλλο μάθημα. Μας λέει ο δάσκαλος: «Ας κάνουμε τώρα Γλώσσα ή Ιστορία, γιατί έχουμε μείνει πίσω και για τα Θρησκευτικά βλέπουμε αργότερα…». Μια μέρα, ένα παιδί, φυτό της τάξης, του είπε: «Κύριε, γιατί δεν κάνουμε Θρησκευτικά; Όλο αλλάζετε την ώρα με άλλο μάθημα. Πότε θα μάθουμε τι γράφει αυτό το βιβλίο για την Θρησκεία μας, για τον Θεό, για τον Χριστό και για τα θαύματά του, για τους Αποστόλους, για την Εκκλησία… Κοντεύει να τελειώσει η χρονιά». Και συνέχισε το κορίτσι: «Ο δάσκαλος τον κοίταξε παραξενεμένος, δεν του απάντησε τίποτα κι εμείς σκάσαμε στα γέλια. Ευτυχώς όμως, γιατί άκουσα από τη μητέρα μου ότι το μάθημα των Θρησκευτικών μάλλον θα γίνει από το χρόνου προαιρετικό, ότι δεν θα μπαίνει στον έλεγχο προόδου, ότι θα καταργηθεί η πρωινή προσευχή στα σχολεία και άλλα πολλά τέτοια ωραία πράγματα…».
Το αγόρι την κοίταξε με μάτια θαρρείς τρομαγμένα, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σφιγμένα και απότομα κατέβηκε από το πεζούλι και ρώτησε το κορίτσι:
– Εσύ, δηλαδή, δεν ξέρεις καμία προσευχή; Ούτε το «Πάτερ ημών…» που λέμε το πρωί στο σχολείο; Δεν πηγαίνεις ποτέ στην εκκλησία;
– Βρε αστεία μου λες; Στην εκκλησία πηγαίνω σε γάμους και σε βαφτίσια. Πηγαίνω βέβαια με τους δικούς μου τα Χριστούγεννα και στην Ανάσταση και στεκόμαστε λίγο έξω από την εκκλησία, να δούμε τα βεγγαλικά και να ακούσουμε τα μπαμ – μπουμ. Όσο για το «Πάτερ ημών…» που λες, το ακούω κάθε πρωί στο σχολείο αλλά το βαριέμαι… Δε φαντάζεσαι πόσο το βαριέμαι με τα ακαταλαβίστικα που λέει. Ούτε το ξέρω απέξω ούτε ξέρω τι θέλει να πει. Και δεν με ενδιαφέρει να μάθω. Μάλλον εσύ το ξέρεις… Και μου κάνεις τον έξυπνο Χριστιανό! Άντε γεια σου «παπά μου», είπε κοροϊδευτικά και γελώντας κατέβηκε από το πεζούλι και χοροπηδώντας απομακρύνθηκε.
Το αγόρι έμεινε μόνο, δεν κουνήθηκε από τη θέση του, κοίταζε σα χαμένο μπροστά, αλλά φαινόταν από την εικόνα του φόβου και της περισυλλογής που ταξίδευε στο πρόσωπό του, ότι από μέσα του, από τα βάθη της ψυχής του έλεγε κάτι. Ίσως προσευχόταν για κάποιον ή για κάποιους, μουρμουρίζοντας το «Πάτερ ημών…». Αυτή ήταν η πρώτη προσευχή που του είχε μάθει η μητέρα του και από μικρό παιδί την έλεγε «νερό», κι εκείνη καμάρωνε και όσο μεγάλωνε του μάθαινε πολλά όμορφα πράγματα, για τον Εκκλησιασμό, για τον Πατέρα Θεό, για τη Σταυρική Θυσία του Χριστού για τη σωτηρία του αμαρτωλού ανθρώπου, για την φωτόχαρη Ανάστασή του, για την Παναγιά τη Μητέρα όλων που η πλατιά αγκαλιά της ορθάνοιχτη στον ουρανό, είναι τόσο μεγάλη (Πλατυτέρα), ώστε να μας χωρά όλους καλούς και κακούς.
Πικρή και βασανιστική, ατέλειωτη και εναγώνια η θλίψη που μας πνίγει συχνά. Δραματικό το ερώτημα που μου θέτει το «σήμερα» για το «αύριο»: «Πού χάθηκε σιγά – σιγά και ύπουλα η Πίστη μας στον Θεό; Πώς παραγκωνίστηκε, ξεχάστηκε και σβήστηκε από τα τρίσβαθα της ψυχής πολλών ανθρώπων η ΠΡΟΣΕΥΧΗ, που γαληνεύει τη σκέψη από τη συνειδησιακή τρικυμία και τροφοδοτεί με φως την ελπίδα; Γιατί πολλαπλασιάζονται τόσο γρήγορα οι οικογένειες που κλειδώνουν τον Χριστό έξω από το σπίτι τους; Γιατί πληθαίνουν οι άθεοι που αμφισβητούν, μισούν, διαγράφουν και βάναυσα ειρωνεύονται κάθε τι χριστιανικό και σωτήριο που έχει κορύφωση της Αγάπη;
Και αν έτσι θέλουν να πράττουν και να ζουν, νομίζοντας ότι εκτός από το «εγώ» τους και τον εφησυχασμένο τους εγωισμό, όλα τα άλλα για Πίστη και Ορθοδοξία είναι πεπερασμένα και παλιά και αστεία και χρόνος χαμένος, τότε γιατί στη φοβερή και κρίσιμη ώρα που θα τους βρει, το πρώτο όνομα που θα φωνάξουν είναι «Χριστέ μου» και στον τρόμο και την αγωνία του κακού που τους αντάμωσε, θα μουρμουρίζουν με τη φωνή της ψυχής τους το «Πάτερ ημών…», έστω και το μισό, γιατί από χρόνια σταμάτησαν να το λένε και το ξέχασαν ολόκληρο. Τότε θεωρούσαν τον εαυτό τους άτρωτο, που δε θα χρειαζόταν ποτέ προσευχές, εικόνες, εκκλησίες και Αγίους.
Όμως, πρέπει να πούμε και για την άλλη εικόνα των πραγμάτων. Την εικόνα της λύτρωσης και της αρετής. Όταν προσέξουμε τους ανθρώπους που εκκλησιάζονται τακτικά, θα δούμε ότι νέοι, άντρες και γυναίκες, που πιστεύουν στον Θεό και έρχονται με σεβασμό να ανάψουν ένα κερί και να προσευχηθούν, είναι πολλοί, συγκινητικά πολλοί και ας βρίσκουν στην ανηφορική πορεία της Πίστης, δυσκολίες, σκοτεινούς παράδρομους και πονηρές τρικλοποδιές από τους άλλους. Και ακόμα, αυτά που δίνουν άπλετο και αγνό φως στην εκκλησία, είναι τα κεφαλάκια των μικρών παιδιών που στην αγκαλιά των γονιών τους μαθαίνουν από πολύ μικρά, ότι μόνο εκεί υπάρχει η παρηγοριά και η ελπίδα και το φωτοστέφανο του Χριστού που τώρα φεγγοβολά στα μαλλάκια τους, θα μείνει για πάντα εκεί γιατί φρόντισε νωρίς η οικογένειά τους να το τοποθετήσει σε στέρεα και σωστή βάση, ώστε να μην πέσει ποτέ.
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που διάβασα ένα μικρό κείμενο του Καθηγητή Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Μπαμπινιώτη για την Κυριακή Προσευχή, δηλαδή, το «Πάτερ ημών…», όπως συνηθίζουμε να το λέμε. Έγραφε για την τελειότητα της Κυριακής Προσευχής, τα εξής:
«…Μας παραδίδεται από το Ευαγγέλιο (Ματθ. 6,9 και Λουκά 11, 2 – 4) και κατά το κείμενο του Ευαγγελίου, την παραδίδει ο Κύριος στους ανθρώπους –εξ ου και Κυριακή Προσευχή-, λέγοντας: «Ούτως ουν προσεύχεσθε υμείς».
Το κείμενο περιλαμβάνει: α) Μία επίκληση προς Τον Θεό: «Πάτερ ημών…», β) Τρεις ευχές – επιθυμίες, Προστακτικής έγκλισης (Τροπική έγκλιση), αγιασθήτω…, ελθέτω…, γεννηθήτω…, και γ) Τρία αιτήματα – παρακλήσεις: δος…, άφες…, μη εισενέγκεις…, αλλά ρύσαι…
Το κείμενο κλιμακώνεται νοηματικά: Προηγούνται οι ευχές, και ακολουθούν τα αιτήματα. Είναι κείμενο λιτό, που με επικοινωνιακά και γλωσσικά κριτήρια, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί «ιδανικό».
Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή