Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσο παλιό είναι το πρόβλημα της κακής κατάστασης των δρόμων του Μαρουσιού. Πολύ πριν από τις σύγχρονες ασφαλτοστρωμένες λεωφόρους και οδούς με τις αμέτρητες λακκούβες, τα μπαλώματα και τις κάθε είδους βλάβες, οι παλαιοί μαρουσιώτες ταλαιπωρούνταν από τους κακοτράχαλους χωματόδρομούς τους, γεμάτους σκόνη το καλοκαίρι και λάσπη το χειμώνα, κι αδιάβατους από τα αυλάκια που ανοίγονταν ύστερα από κάθε βροχή. Πριν από εκατόν πενήντα και πλέον χρόνια, τα προβλήματα αυτά εξόργιζαν τους κατοίκους και έφταναν μέχρι τις στήλες των αθηναϊκών εφημερίδων.
Συχνές είναι οι σχετικές αναφορές που βρίσκουμε στην “Αυγή”, την εφημερίδα που εξέδιδε στα μέσα του 19ου αιώνα ο μαρουσιώτης Φίλιππος Λούης. Ο δρόμος που κατεξοχήν απασχολούσε τον ίδιο και τους συμπατριώτες του ήταν εκείνος που συνέδεε το Μαρούσι με την Αθήνα, η σημερινή λεωφόρος Κηφισιάς, η οποία σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε μεταξύ του 1835-1837. Η Κηφισιάς της εποχής του Όθωνα ήταν ένας φαρδύς χωματόδρομος, στον οποίο κινούνταν άμαξες, κάρα, άλογα, υποζύγια και πεζοί. Τα καλοκαίρια, το χωμάτινο οδόστρωμα παρήγαγε σύννεφα σκόνης: «Η από Αθηνών εις Αμαρούσιον οδός καταντά αδιάβατος ένεκα του εν αυτή σχηματισθέντος κονιορτού», διαβάζουμε στην “Αυγή” της 29ης Αυγούστου 1857. «Ευχής έργον ήτον αν αι αρμόδιοι αρχαί ελάμβανον από τούδε πρόνοιαν να στρώσωσιν αυτήν διά χαλικίων, καθόσον μάλιστα τώρα άρχονται τα πρωτοβρόχια και η στρώσις μπορεί να επιτύχη εξαίρετα», συμβούλευε η εφημερίδα.
Άλλα όπως και σήμερα, έτσι και τότε, οι αρμόδιες αρχές αργούσαν να ανταποκριθούν στις υποδείξεις της κοινής λογικής. Δέκα μήνες μετά το παραπάνω σημείωμα, στις 23 Ιουνίου του 1858, η “Αυγή” δημοσιεύει την οργισμένη ανταπόκριση ενός ανώνυμου αναγνώστη της, προφανώς μαρουσιώτη: «Αμαρούσιον, 20 Ιουνίου. Αγογγύστως επληρώσαμεν και πληρόνομεν εισέτι τον περί οδοποιίας προσωπικόν φόρον μας. Αλλά δεν είναι αδικία ανυπόφορος, Κύριε Συντάκτα, ενώ αι οδοί της Κωμοπόλεώς μας, ιδίως δε η εις Αθήνας άγουσα, κατέστησαν βάραθρα, ενώ, λέγομεν, έχουσιν αύται απόλυτον ανάγκην επισκευής, να καλλωπίζονται αι οδοί της πρωτευούσης διά του οβολού μας και διά της προσωπικής μας εργασίας; Η δημοτική αρχή Αθηνών, ήτις άλλοτε τον κόσμον εχάλασεν όπως συγχωνευθή ο δήμος μας μετά του δήμου Αθηνών, ουδεμίαν πρόνοιαν λαμβάνει περί του τόπου μας. Μας παρηγορεί μόνον ο Κ. Δήμαρχος οσάκις έρχεται ενταύθα χάριν ίσως διασκεδάσεως, ότι θέλει κατασκευάσει την βρύσιν μας· αλλά πότε και τούτο; Όταν έλθουν φαίνεται οι Γύφτοι από το θέρος, κατά την παροιμίαν, τότε θέλει κατασκευάσει αυτήν, αν και έχη αποθεματικόν κεφάλαιον διά την κατασκευήν αυτής. Ο.».
Ο ανώνυμος επιστολογράφος διαμαρτύρεται έντονα –και σε κάποια σημεία πικρόχολα– για την αδιαφορία του Δήμου Αθηναίων για τους δρόμους του Μαρουσιού, με ευθείες αιχμές κατά του τότε δημάρχου Γεωργίου Σκούφου. Τα χρόνια εκείνα οι δημότες πλήρωναν ιδιαίτερο φόρο οδοποιίας, ενώ ειδικά οι κάτοικοι των χωριών είχαν την υποχρέωση να συμβάλουν και με προσωπική, χειρωνακτική εργασία στη διάνοιξη και τη συντήρηση των δρόμων.
Το πρόβλημα ήταν ότι οι φόροι και οι κόποι τους διοχετεύονταν στις οδούς της Αθήνας και όχι του τόπου όπου κατοικούσαν. Αυτήν ακριβώς την κατάσταση υφίσταντο οι μαρουσιώτες, που είχαν πριν από λίγα χρόνια χάσει τη διοικητική τους αυτονομία: ο Δήμος Αμαρυσίου, όπως λεγόταν τότε, είχε καταργηθεί για δεύτερη φορά το 1853, για να ενταχθεί σε εκείνον των Αθηναίων, ο οποίος ελάχιστα φρόντιζε και δαπανούσε για τους πέριξ οικισμούς. Οι δήμαρχοι της πρωτεύουσας επισκέπτονταν το Χαλάνδρι, το Μαρούσι και την Κηφισιά για να διασκεδάσουν, όπως επισημαίνει και η επιστολή, να δεχτούν τις περιποιήσεις των τοπικών παραγόντων και να αντλήσουν ψήφους προεκλογικά, μοιράζοντας υποσχέσεις.
Το πρόβλημα των δρόμων του Μαρουσιού παρέμεινε άλυτο για πάρα πολλά χρόνια. Η ασφαλτόστρωση άρχισε να εφαρμόζεται εδώ μετά το 1920, αλλά πέρασαν πολλές ακόμα δεκαετίες για να ασφαλτοστρωθούν όλες οι οδοί της πόλης.
Γιώργος Πάλλης