Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή μας, που ο θυμός και η αγανάκτηση γίνεται λόγος πικρός και αγανακτισμένος. Τότε καλύτερα είναι να συγκρατούμε τη γλώσσα μας και πριν μιλήσουμε να την περιστρέφουμε τρεις φορές στο στόμα. Έτσι έλεγαν οι παππούδες μας, γιατί αν αφήσουμε ανεμπόδιστα τα θυμωμένα λόγια μας να βγουν και να ακουστούν έξω, είναι δυστυχώς σαν τις σφαίρες που όταν φύγουν από την κάνη του όπλου δεν επιστρέφουν πίσω.
Εγώ, τα τήρησα όλα αυτά και άφησα να περάσουν και λίγες ημέρες, μήπως μπορέσω και εξηγήσω γιατί τόσα τραγικά γεγονότα και τόσες φονικές αλήθειες που στιγματίζουν την εποχή μας και που αφορούν τη ζωή χιλιάδων προσφύγων που φτάνουν στη χώρα μας και κυρίως στα νησιά μας, δεν έτυχαν του απαιτούμενου σεβασμού και προσοχής και κυρίως της αλήθειας που τους άξιζε.
Διαβάζαμε στις εφημερίδες όλου του κόσμου και βλέπαμε στην τηλεόραση την απόγνωση που βίωναν οι πρόσφυγες γαντζωμένοι σε φουσκωτά και σάπιες βάρκες, με τα μωρά τους να χάνονται από την αγκαλιά και να τα ξεβράζει η θάλασσα μετά από ώρες ή ημέρες σε κάποια παραλία… Και τότε παγώναμε από αυτές τις οδυνηρές εικόνες και φωνάζαμε και διαμαρτυρόμασταν και τα βάζαμε με τις τοπικές Αρχές, αν και αυτές έκαναν κάθε δυνατό για να βοηθήσουν σ΄αυτήν την περιπέτεια φρίκης, που απρόβλεπτα έπληξε τα νησιά. Και οι διοικούντες τα νησιά μας άρχισαν καθημερινά επικοινωνία με τους αρμόδιους Υπουργούς της Κυβέρνησης, ζητώντας βοήθεια και λύση στο σοβαρό πρόβλημα των προσφύγων. Έστειλαν επιστολές στις χώρες της Ευρώπης, περιέγραψαν το αδιέξοδο της κατάστασης που από μέρα σε μέρα γινόταν χειρότερη, έκαναν συμβούλια, συγκρότησαν επιτροπές, κάλεσαν ειδικούς, αντάλλαξαν γνώμες και απόψεις, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μηδέν. Μέχρι που κάποτε, αφού διαπίστωσαν ότι τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας που λέγεται Γραφειοκρατία, δεν μπορούσαν να κοπούν όλα ώστε να προκύψει κάποια λύση, οι τοπικοί παράγοντες των νησιών, απευθύνθηκαν και στον Πρωθυπουργό της χώρας μας, που κι αυτός προσπαθούσε επιμένοντας στους Εταίρους μας να δοθεί το συντομότερο βοήθεια και λύση, γιατί το Αιγαίο είχε γίνει πλέον ένα τεράστιο νεκροταφείο προσφύγων.
Άρχισαν όλοι να «κινούνται», να σκέπτονται και να μελετούν τη σοβαρότητα του θέματος, που σίγουρα μείωνε στα μάτια όλου του κόσμου το κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έδειξαν ότι τους απασχολεί σοβαρά. Πότε ο ένας απεσταλμένος από τις Βρυξέλλες, πότε ο άλλος, θέλοντας να δείξουν την ανησυχία τους, έρχονταν στην Ελλάδα για να προτείνουν λύσεις και μαζί με τους Υπουργούς να επισκέπτονται τα νησιά που δέχτηκαν το ασήκωτο βάρος των προσφύγων, για να δουν και οι ίδιοι με τα μάτια τους την κατάσταση της πλήρους αποδιοργάνωσης που συνέβαινε και που έβλεπαν με «ευρωπαϊκή» απορία από τις τηλεοράσεις.
Και εδώ κάνω τις στροφές της γλώσσας στο στόμα –όπως είπα παραπάνω- για να σταματήσω τον θυμό που σπρώχνει το μολύβι μου να τρέχει στο χαρτί σαν το κυνηγημένο ελάφι στο δάσος.
Ήρθε στη Λέσβο ο Πρωθυπουργός μαζί με τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς. Η Λέσβος –για όσους δεν το γνωρίζουν- είναι το νησί. Η Μυτιλήνη, είναι η πρωτεύουσά του. Δεν είναι δύο νησιά, όπως νόμιζαν μερικοί. Ήρθε για να δείξει στον κ. Σουλτς το δυσεπίλυτο πρόβλημα της Λέσβου, που υποφέρει, πάσχει, αγωνιά και δεν «κοιμάται» στην ανάγκη του συνανθρώπου του, όποιος και να είναι αυτός. Οι εθελοντές, οι βαρκάρηδες, τα μαγαζιά τροφίμων, οι κάτοικοι…, όλοι βοηθούν τους ξεριζωμένους από τη χώρα τους ανθρώπους, τους ταΐζουν στερούμενοι οι ίδιοι, τους ντύνουν και τους παρηγορούν. Όμως οι κάτοικοι του νησιού δεν φτάνουν. Πρέπει να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις. Πρέπει να δει ο κ. Σουλτς την κατάντια των νησιών και τη δυστυχία αυτών των ψυχών των κυνηγημένων από τον πόλεμο. Και ξέρετε τι είδαν ο Πρωθυπουργός και ο κ. Σουλτς στη Μυτιλήνη; Δεν είδαν σχεδόν τίποτα από την αλήθεια! Τις φρικτές εικόνες της τηλεόρασης που κάθε ημέρα παρακολουθούσαν όλοι με απέραντη θλίψη, φρόντισαν –οι πιστοί και υποταγμένοι υπηρέτες «των μεγάλων»– να τις κρύψουν κάτω από ένα σεντόνι ψευτιάς, υποκρισίας και παραπλάνησης, κάνοντας πράξη τις εντολές που είχαν λάβει. Καθαρίστηκαν και άδειασαν από τους πρόσφυγες, μόνο οι δρόμοι από τους οποίους θα περνούσαν οι υψηλοί επισκέπτες. Όλα ήταν τέλεια τακτοποιημένα, μόνο στους δρόμους αυτούς. Ούτε πρόσφυγες ξαπλωμένοι στα πεζοδρόμια, ούτε παιδιά να κοιμούνται στο χώμα στα πάρκα, κάτω από τα δέντρα, ούτε βουνά από σκουπίδια παντού, ούτε σχισμένα και πεταμένα σωσίβια, ούτε βρωμιές και ακαθαρσίες… Τίποτα. Πεντακάθαρα όλα και μόνο στον χώρο έκδοσης των εισιτηρίων, ευγενικοί υπάλληλοι εξυπηρετούσαν μια μικρή ουρά προσφύγων που τακτοποιούσε τα εισιτήριά της.
Το πέτυχαν πράττοντας έτσι και αλλάζοντας τους δρόμους από τους οποίους θα περνούσαν οι επίσημοι, οι υπεύθυνοι για όλα αυτά; Δυστυχώς, δεν άφηναν να φανεί η αλήθεια και να δουν όλοι τις χιλιάδες των προσφύγων –που λόγω και της απεργίας των πλοίων εκείνες τις ημέρες– συγκεντρωμένοι σε ένα χώρο σπρώχνονταν και φώναζαν στη γλώσσα τους τη δική τους αγανάκτηση. Γιατί τόσα ψέματα, τέτοιες υποκρισίες και υπεκφυγές, γιατί τόσα παραμύθια να ντυθούν αλήθεια; Όμως, δυστυχώς για τον Πρωθυπουργό, γιατί την ώρα που το αυτοκίνητο των επισήμων διέσχιζε τον παραλιακό δρόμο (κοντά στο χωριό Βαρειά), έφτανε μια θαλασσοτσακισμένη βάρκα και ξεφόρτωνε στην παραλία τρομαγμένους πρόσφυγες, που μόλις έφτασαν από την απέναντι ακτή της Τουρκίας. Με δυο λόγια, ξεφόρτωνε τον πόνο, τη δυστυχία και την παγωνιά σώματος και ψυχής βρεγμένων ταλαιπωρημένων ανθρώπων, με μικρά παιδιά στην αγκαλιά που έτρεμαν και έκλαιγαν χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα.
Ο κ. Σουλτς, επιτέλους, είχε δει ένα κομμάτι της αλήθειας που οι άλλοι την είχαν κρύψει κάτω από το χαλί, αλόγιστα και λανθασμένα για το νησί και για τη χώρα μας. Και το πιο σκληρό που ακούστηκε, ήταν το συμπέρασμα του Πρωθυπουργού, όπως ειπώθηκε στην ομιλία του:
«Είχαμε την ατυχία εκείνη την ώρα που ήμασταν με τον κ. Σουλτς να φτάσει μια βάρκα και να ξεφορτώσει μπροστά μας πολλούς πρόσφυγες…»
Γιατί «ατυχία» Πρωθυπουργέ μας; Από πότε η αλήθεια είναι «ατυχία»; Γιατί πρέπει πάντα να γινόμαστε αρεστοί στους Εταίρους μας και έτσι πράττοντας να χάνουμε την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό που μας οφείλουν αυτοί που στη μακρόχρονη ιστορία μας υπήρξαν μαθητές της χώρας μας, όταν εκείνη δίδασκε σε όλον τον κόσμο γνώση και πολιτισμό και το όνομά της ακόμα «Ευρώπη» εμείς της το δώσαμε;
Διάβασα ότι: «Τρία είναι τα επιβλαβή για την εξουσία: Να τη λυπάσαι, να την κολακεύεις και να της συγχωρείς τα σφάλματα». Είναι καιρός να σκεφτεί και η εξουσία της χώρας μας, ποιο ή ποια από τα παραπάνω επιβλαβή είναι αναγκαίο να προσέξει και να μη γίνεται πειθήνιο όργανο κανενός, κρύβοντας ή πνίγοντας τη δική της βούληση.
Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή