ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΟΥΜΑΣ: Κείνος που σήκωσε στον ώμο του το φέρετρο του Κωστή Παλαμά.
Μνήμη στον Κωστή Παλαμά αλλά και στο Γιώργο Ντούμα σήμερα, όπου φέρνω στο φως μια συνέντευξη που μου έδωσε λίγο πριν φύγει από τη ζωή.
Ποια η σχέση σου κύριε Ντούμα με τον Κωστή Παλαμά;
Θέλησα να πλησιάσω αυτόν τον άγιο των γραμμάτων μας, αυτή τη ζωντανή παρουσία του ελληνικού πνεύματος. Ο Σολωμός είχε φύγει χρόνια από αυτόν τον κόσμο, υπήρχαν και μεγάλοι και μικροί ακόμη. Ο Άγγελος Σικελιανός, που γι΄ αυτόν άκουγα για χρόνια. Κάποιοι φίλοι που είχαν πάει στους «Δελφούς» και παρακολούθησαν τις γιορτές, γύρισαν εντυπωσιασμένοι και μας διηγήθηκαν τα θαυμάσια που έγιναν τότε. Στον Παλαμά πήγα να του φιλήσω το χέρι να του πω ότι είμαι ο εγγονός της Φωτεινής Τζάνα. Δεν θυμάμαι με ποιόν πήγα την πρώην φορά. Τον Παλαμά τον γνώρισα μέσα από τα γραπτά του. Η μάνα μου δεν είχε ιδιαίτερες σπουδές παρά μόνο γλώσσες. Γυρίζοντας από την αγορά ήταν ευτυχής όταν κρατούσε ένα βιβλίο και δυστυχής όταν γύριζε χωρίς βιβλίο.
Ο Παλαμάς δείχνει από τις φωτογραφίες του ένας αυταρχικός, βαρύς, εσείς που τον ζήσατε από κοντά, ποιος ήταν ο πραγματικός Παλαμάς;
Κι αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο
κι αν σε γκρεμό κατρακυλήσαμε
που όμοιο καμιά φυλή δεν είδε ως τώρα,
είναι γιατί με των καιρών το πλήρωμα
όμοιο ανέβασμα βαθύ μας μαίνεται
σε υψηλόν με φόρα…
Αυτόν τον Παλαμά ελάτρεψα μέσα από τα λόγια του και όταν ήλθε η στιγμή εκείνη και πήγα, ίσως να ήταν η μέρα εκείνη που θα καθόριζε και την υπόλοιπη ζωή μου. Ένας γλυκύτατος γέροντας, απλά θα μεταχειριστώ τη λέξη αλλά δεν θυμάμαι ποιος την έχει γράψει. Ο Καραγάτσης ή κάποιος άλλος. Ότι όταν τα πυκνά του φρύδια κατέβαιναν, νόμιζες ότι έφευγε το σκέπαστρο ενός πολυβόλου όπλου και σε χτυπούσε μια οβίδα κατάμουτρα και ένοιωθες κεραυνοβολημένος, αλλά από ένα ενεργητικό φως, από ένα ξημέρωμα, όχι από ένα κεραυνό. Πονεμένος ήταν, πόναγε για κάθε πόνο της Ελλάδας. Αυτό το είδα μέσα από την ποίησή του. Ακόμα κι όταν πήγαιναν οι δημοσιογράφοι κείνο το πρωινό που έφευγαν για το μέτωπο οι πολεμικοί ανταποκριτές και του ζήτησαν να γράψει κάτι, απάντησε:
«Αυτό το λόγο θα σας πω
δεν έχω άλλο κανένα
μεθύστε με το αθάνατο
κρασί του είκοσι ένα».
Αυτός ο γλυκός γέροντας όπως ήταν, να σου δώσει να πιείς ένα τόσο γλυκό τονωτικό κρασί. Ολόκληρος ο Παλαμάς για την Ελλάδα ήταν μια Αγία Κοινωνία. Βεβαίως δεν μπορώ να μειώσω την προσφορά του Σολωμού, διότι θυμάμαι εκείνο το χαρισματικό ποίημά του προς τον κύριο Δε Ρώσση.
«Του πατέρα σου όταν έλθεις
δεν θα δεις παρά τον τάφο,
είμαι εμπρός του και σου γράφω
μέρα πρώτη του Μαγιού».
Είναι ένα ποίημα που κλείνει μέσα του τον πόνο, το νόστο που νοιώθει άλλος για άλλον και όχι ο ίδιος για την πατρίδα του. Αγωνιστήκαμε ένα χρόνο να πείσουμε το Λέανδρο, παιδί του Παλαμά να δώσει την άδεια να εκδοθούν τα βιβλία του Παλαμά.
Από τις συζητήσεις στο σπίτι, τι λέγατε, η μητέρα ή η γιαγιά, για τον Κωστή Παλαμά που τον είχατε γείτονα;
Η γιαγιά μίλαγε αλλά ήταν περισσότερο στο γράψιμο, είχε αλληλογραφία με τους Βηλαράδες στα Γιάννενα. Η μητέρα ανακατευόταν περισσότερο στη μόρφωσή μου. Αυτή μου έλεγε για τον Παλαμά και το παλαμικό έργο. Συνεχώς έλεγε η γιαγιά στη μητέρα «πες στο παιδί για τους Βηλαράδες για τα Γιάννενα». Ήξερα από μικρό παιδί αυτή τη φράση: «Τα Γιάννενα πρώτα στα άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα».
Είχατε ακούσει ποτέ να τον βασάνιζε ο χαμός του παιδιού του Άλκη;
Μας το δίνει πρώτα ανάγλυφο στο έργο «Από τους τάφους». Ομολογώ, είχα τόσο πονέσει από αυτό το ποίημα:
«Άφκιαστο κι αστόλιστο
του χάρου δεν σε δίνω…».
Το έχει μελοποιήσει ένας φίλος μου μουσουργός από το Γαλατά του Μεσολογγίου, ο Χρήστος Αλεξόπουλος. Εκεί είχε καταφύγει η οικογένειά μου στα χρόνια της κατοχής. Είχα τόσο πονέσει και γι΄ αυτό προσπάθησα να μην το θυμάμαι και μια ευεργετική ομίχλη ερχόταν και σκέπαζε αυτό το θάνατο. Δεν μπορούσα να σκεφτώ ένα πατέρα, ένα Κωστή Παλαμά να πονά για το παιδί του.
«Καθώς δεν σου βροντούν άρματα
παλικαριού στη ζώνη…»
Το σπίτι του ήταν πνευματικό κέντρο;
Ναι. Συγκέντρωνε αρκετούς ανθρώπους των Γραμμάτων. Ήμουν παιδί όταν μία Κυριακή πήγα στον Εθνικό Κήπο, πήγα με παρόντες τον Παλαμά και τον Σικελιανό. Έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Βαλαωρίτη. Έχω ακόμα μια φωτογραφία κάπου που επισκέπτονται τον τάφο του Βαλαωρίτη στη Λευκάδα.
Είχαν ποτέ πνευματικές διαφορές ο Σικελιανός με τον Παλαμά;
Ο Σικελιανός είχε πολύ απλωμένους ορίζοντες. Υπήρχαν όμως οι κακεντρεχείς, οι επιπόλαιοι. Ο Σικελιανός δεν είχε ανάγκη όταν στα 18 χρόνια έγραψε τον « Αλαφροΐσκιωτο», δεν είχε καμία ανάγκη από τον κόσμο να του πει. Αυτός έλεγε στον κόσμο τι θα ΄πρεπε να διαβάζει. Όταν έβλεπες να κατεβαίνει ο Σικελιανός την οδό Σταδίου με τη μπέρτα του μέχρι κάτω, αυτό έμοιαζε σαν κέντημα, ίσως τα μικρά βήματα που έκανε δίνανε αυτή την εικόνα. Κόντρες μεταξύ Παλαμά και Σικελιανού δεν υπήρχαν. Ένα ποίημα του Παλαμά στο Σικελιανό λέει:
«Τι να σου πρωτοθυμηθώ
και πώς να σε λατρέψω
που σ΄ όλα μέσα είσαι συ
και σ΄ όλα εγώ είμαι απ΄ έξω».
Ποιες οι κινήσεις σας αυτή την αποφράδα μέρα της 28ης του Φλεβάρη του 1943;
Έμενα τότε Βουλής και Ερμού. Βγαίνω από το σπίτι μου με τη μικρή φωτογραφική μου μηχανή και αγοράζω από το περίπτερο την εφημερίδα μου, όπου βλέπω εμβρόντητος:
«Απέθανε ο Κωστής Παλαμάς, κηδεύεται από το 1ο Νεκροταφείο της Αθήνας στις 11 η ώρα». Με το πιο γρήγορο βήμα μου ανεβαίνω με τα πόδια (με κρυοπαγήματα – πονεμένα και με τραυματισμούς) την οδό Όθωνος και βλέπω ένα πλήθος κόσμου τρέχοντας να συνωστίζεται στα κάγκελα του Εθνικού Κήπου. Είπα να μείνω απ΄ έξω και άρχισα να τρέχω και έφθασα στο 1ο Νεκροταφείο. Προσπαθώ να μπω, ο αστυφύλακας μου λέει «όχι κύριε», πάω από την άλλη πόρτα και εκεί αστυφύλακας και απελπίζομαι. Τότε βλέπω να φθάνει ο Δαμασκηνός με τη συνοδεία του. Έτυχε να βρίσκομαι μπροστά που παιάνιζε μια ώρα η μουσική και είχε σταθεί ακίνητος ο Παβλόφ εν στολή, ο ακόλουθος της Ρωσικής Πρεσβείας, ο οποίος έκανε το κίνημα από πλευράς κομμουνιστών.
Έρχεται ο Δαμασκηνός μπροστά μου, πετάγομαι και του φιλάω το χέρι, έτσι μπαίνω μεσ΄ στην εκκλησία από την πλευρά του ιερού, όπου προσπαθούσαν να τον ξεντύσουν και να τον ντύσουν με τα αρχιερατικά άμφια. Τον ντύνουν και βγαίνει στη νεκρώσιμη ακολουθία. Εγώ βρίσκομαι σε ένα στασίδι. Ο Δαμασκηνός μίλησε μεγαλόπνοα και ξαφνικά εμφανίζεται ο Σικελιανός, ο οποίος λέει και αυτό το αλησμόνητο ποίημα:
«Ηχήστε οι Σάλπιγγες… και καταλήγει: «Βόγγα Παιάνα, οι σημαίες οι φοβερές στης Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα…» Έρχεται και ο Σκίπης, στην αρχή δεν τον αφήνει ο Αρχιεπίσκοπος, τον παρακάλεσε ακόμη και του επέτρεψε να απαγγείλει αυτό το περίφημο ποίημα, μεστό τάφο ιδεών.
«… κι έπεσες, καθώς από σεισμό πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα κάποιου πανάρχαιου ναού. Σαν ναός, όπου κτυπιέται από τα βόλια των βαρβάρων, σαν τον Παρθενώνα ήρωα, ποιητή του Αιώνα…»
Έρχεται η ώρα να πάρουμε αυτό το φέρετρο, φωνάζει ο Σικελιανός στους νέους, ελάτε εσείς οι νέοι διότι εσάς σκεπτόταν ο Παλαμάς όταν έγραφε. Πετάγομαι μπροστά και αναποδογυρίζω τα πάντα, καρέκλες, πέφτω, σηκώνομαι, παίζω γροθιές με διάφορους. Τελικά βρίσκομαι να κρατάω στο δεξί μου ώμο το φέρετρο και στο αριστερό ο Σικελιανός. Προχωράμε ρυθμικά με βηματισμό, σε μια στιγμή, αντικρίζω Γερμανούς που ήσαν κρυμμένοι σε ένα θάμνο, βλέπω μια μαύρη λάμψη από όπλο και διακρίνω Γερμανούς με πολιτικά. Ένας από τους Γερμανούς πέφτει στα γόνατα, άλλος, άλλος κλπ. Τότε δάκρυσα και φοβήθηκα μην πέσω αλλά τελικά έφθασα στο μνήμα και αφού αδειάσαμε κάποια λουλούδια από τον τάφο για να μπει το φέρετρο, εμφανίζεται ο προσωπικός υπεύθυνος του Χίτλερ με στολή, όχι πράσινη που είχαν όλοι οι Γερμανοί, είχε ένα παράσημο σημαντικό και συνοδευόταν από δύο άντρες της Χωροφυλακής και λέει γερμανικά: «Χάι Χίτλερ» και κατέθεσε το στεφάνι.
Μόλις έφυγε, το αρπάζει ο Σικελιανός και με όλη τη δύναμη το πετά και περνάει τη μάνδρα και πέφτει στο δρόμο. Εκείνη τη στιγμή περνούσαν τα τανκς τα γερμανικά και το έκαναν κομμάτια.
Ίσως σήμερα στο Μουσείο Παλαμά να βρισκόταν η κορδέλα αν δεν καταστρεφόταν. Η γυναίκα του Παλαμά είχε πεθάνει πριν τρεις μέρες και ο Παλαμάς την ζητούσε: «Που είναι η Μαρία μου».
Ο Παλαμάς έφυγε από την πείνα. Κατόπιν φάνηκε ο Κατσίμπαλης, ο Κολοσσός του Μαρουσιού, και αρχίζει τον Εθνικό Ύμνο. Κοντά είμαστε εγώ, η Κοτοπούλη, ο Σκίπης και άλλοι.
Μιλήσανε για 40.000 κόσμο ή 50.000. Ο Σκίπης λύγισε και στηρίχτηκε στο μπράτσο μου με λυγμούς, οπότε ακούω τη Μαρίκα Κοτοπούλη να λέει: «Σωτήρη όχι κλάματα εδώ πέρα, μη μας δούνε αυτοί».
Κατόπιν ξεκίνησα για το σπίτι, πήγα το είπα στη μάνα μου και κείνη με δάκρυα στα μάτια και με τα χέρια στο κεφάλι μου είπε: «Ευλογημένος να είσαι παιδί μου».
Πως νοιώσατε μετά από όλη αυτή τη σπουδαία περιπέτεια;
Το πρωί εκείνης της 28ης του Φλεβάρη του 1943, είχα κοιμηθεί σκλάβος και από την άλλη μέρα είχα ξυπνήσει λεύτερος, χάρη στον Κωστή Παλαμά. Τον άγγελο που με λευτέρωσε.
Βαγγέλης Λαμπρινίδης