Δεν το κατάλαβα… Κι όμως η άνοιξη είχε έρθει. Μου το μαρτύρησε το αμίλητο ημερολόγιο, γιατί η τσιμεντούπολη κρατούσε κρυμμένες τις ελάχιστες μισοανθισμένες αμυγδαλιές ανάμεσα στις πολυκατοικίες, καθώς και τη χιλιοπατημένη χλόη που τόλμησε να βγει στο φως, τρυπώντας θαρρείς τις πλάκες στα πεζοδρόμια.
Χωρίς δεύτερη σκέψη και με θυμό, γιατί όλα τα όμορφα στη ζωή μας, έρχονται και φεύγουν πολύ γρήγορα χωρίς να προλάβουμε να τα χαρούμε, άφησα την πόλη και απομακρύνθηκα βιαστικά σαν κυνηγημένη, λες και η φύση για μια φορά ακόμα με είχε ξεγελάσει. Σε λίγη ώρα, καθώς είχα απομακρυνθεί αρκετά, νόμισα ότι ταξίδεψα σε άλλη χώρα. Μια χώρα ντυμένη με φωτεινή πράσινη φορεσιά, στολισμένη με πολύχρωμα λουλούδια και ανθισμένα δέντρα και με έναν γενναιόδωρο ήλιο που σε χάιδευε με τις ακτίνες του, ενώ ταυτόχρονα πλημμύριζε ζεστασιά το σώμα και την ψυχή σου.
Στην πορεία με τις πολλές στροφές -που ήταν όμοιες με τις κινήσεις του φιδιού- ξεπρόβαλλαν πολλά χωριά, μικρά και μεγάλα, σκορπισμένα ακατάστατα, άλλα κοντά στο δρόμο, άλλα πιο μέσα στις πεδιάδες, άλλα στις πλαγιές των βουνών και μερικά κοντά στις βουνοκορφές νόμιζες πως σήκωναν τα κλαδιά τους -σαν χέρια υψωμένα στον ουρανό- λες και ήθελαν να αγγίξουν το καταγάλανο κάλυμμα που τον έντυνε.
Είχα μπροστά μου ζωντανή όλη την ομορφιά της ανοιξιάτικης φύσης, έτσι που με αγάπη, τελειότητα και σε ώρες μυσταγωγίας την είχε ετοιμάσει το θεϊκό χέρι, πιστεύοντας ότι εμείς οι αχάριστοι και πάντα ανικανοποίητοι άνθρωποι, θα πούμε ένα γαλήνιο «ευχαριστώ» σε Εκείνον που δημιούργησε τα πάντα με φωτόχαρη μεγαλοσύνη.
Κάθε τόσο σταματούσα στην άκρη του δρόμου, ανάσαινα βαθιά και με συγκίνηση πισωγύριζα στο χωριό που γεννήθηκα. Όλα μου φαίνονταν ολόιδια, μόνο που εκεί η αμυγδαλιά έξω από το παραθύρι του πατρικού μου σπιτιού, με καλημέριζε κάθε πρωί με τα λευκά – ροζ ανθάκια της και τα καταπράσινα χωράφια τριγύρω με τις υπέροχες πινελιές των λουλουδιών, μου έλεγαν με τις γλυκόλαλες φωνούλες των πουλιών: «Επιτέλους, διώξαμε τον παγωμένο χειμώνα και φέραμε την άνοιξη φορτωμένη φως κι ελπίδα».
Ξαφνικά γύρισα ταραγμένη στην πραγματικότητα και αναρωτήθηκα:
«Πού έφτασα; Σε ποια χώρα βρίσκομαι;» Και η απάντηση ήρθε απλή και γρήγορη:
«Για ποια χώρα μιλάς; Στην εξοχή της χώρας σου είσαι. Βλέπεις ολοκάθαρο ουρανό, γελαστό ήλιο, χωράφια με περιποιημένες καλλιέργειες, βαθυπράσινα βουνά, χωριά, όμορφα μαγαζιά στο δρόμο σου… Είσαι λίγα χιλιόμετρα από την πόλη που σε πνίγει και συχνά αμαυρώνει την ψυχή σου, καταπιέζει τα συναισθήματα, κουράζει το μυαλό σου και θύμα αυτής της καθημερινής διαδρομής του άγχους και της καταπόνησης, δεν μπορείς, γιατί δεν προλαβαίνεις, να απολαύσεις τις απλές ομορφιές που σου προσφέρει η φύση την άνοιξη… Κρίμα γιατί αυτή η λυτρωτική ανασαμιά που χαίρεσαι τώρα είναι πολύ κοντά σου. Μερικά χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα, κι εσύ δεν την έχεις γνωρίσει ποτέ. Ήταν σα να είχα δώσει στον εαυτό μου ένα δυνατό χαστούκι. Οι σκέψεις που έκανα με γέμισαν πικρά μηνύματα αυτογνωσίας. Μέσα στην απέραντη χαρά και την ελευθερία που μου έδωσε αυτή η φυγή, ορθώθηκε το μάταιο και το πεπερασμένο της ζωής του κάθε ανθρώπου.
Με τη σκέψη χαμένη σε εναλλασσόμενες εικόνες χαράς και θλίψης, συνήλθα απότομα και είδα τα «ανθισμένα» με κόκκινες παπαρούνες λευκά τραπεζομάντιλα που σκέπαζαν τα τραπεζάκια της ταβέρνας που είχα μπροστά μου, να τα χαϊδεύει απαλά το αεράκι και αυτά να λικνίζονται με χάρη ακουμπώντας τις άκρες τους στις τέσσερις καλοφτιαγμένες -από μέταλλο και ψάθα- καρέκλες.
Ανέβηκα διστακτικά τα 2-3 πέτρινα σκαλοπάτια και βρέθηκα στη μεγάλη αυλή του μαγαζιού, που εκτός από τους φράχτες της, είχε σε όλη της την έκταση έναν διακοσμητικό περίγυρο φτιαγμένο από συμμετρικά, χαμηλά στο ύψος, ξύλινα κομμάτια με μυτερή άκρη, παράλληλα τοποθετημένα, σχεδόν κολλημένα το ένα με το άλλο, ίδια με αυτά που βλέπουμε στους κήπους σε αρχοντικά σπίτια στις παλιές ταινίες.
Κάθισα σε ένα τραπεζάκι, είδα από κοντά τις κόκκινες παπαρούνες στα φωτεινά τραπεζομάντιλα να μου χαμογελούν, και έκπληκτη γύριζα το κεφάλι μου σε κάθε σημείο της αυλής, λες και έψαχνα να βρω τον κρυμμένο θησαυρό. Και δεν είναι υπερβολή αυτός ο λόγος. Στην περιποιημένη αυλή αυτής της ταβέρνας είχαν συγκεντρώσει οι ιδιοκτήτες, σίγουρα με πολλή αγάπη και μεγάλο κόπο, κομμάτια – κομμάτια τις εικόνες και τα αντικείμενα από το χωριό μας, το χωριό του παππού μας, το παλιό χωριό της νοσταλγίας, που σιγά-σιγά είχε ξεθωριάσει η μορφή του στη μνήμη μας, καθώς έπεσαν επάνω της τα φώτα της μεγαλούπολης, κι εμείς μεθυσμένοι από τη λάμψη του καινούργιου, μαζέψαμε γρήγορα και απρόσεχτα αυτά τα αντικείμενα, τα βγάλαμε από τη θέση τους, ξεχάσαμε και τη χρήσιμη εργασία που μας πρόσφεραν μέχρι τότε και τα κρύψαμε στις αποθήκες, ή τα αφήσαμε στη θέση που «δούλευαν», να σκουριάζουν, παίρνοντας αυτό το σκούρο καφετί χρώμα που έχει και η σκόνη, που αφήνει πίσω του ο χρόνος καθώς φεύγει βιαστικά.
Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας και η σύζυγός του, δυο χαμογελαστοί και ευγενικοί άνθρωποι, πλησίασαν το τραπέζι που είχα καθίσει και πήραν την παραγγελία μου. Εγώ, σηκώθηκα από την καρέκλα μου και συγκινημένη τριγύριζα πέρα – δώθε στην αυλή, ανακαλύπτοντας σε κάθε μου βήμα και κάτι που μου είχε ξεφύγει από πριν. Είδα δύο χοντρά γυμνά δέντρα, με τον κορμό τους γεμάτο στρογγυλούς ρόζους και με πολλά κλαδιά κλαδεμένα σχεδόν στη βάση τους. «Μουριές είναι, μου είπε ο άνθρωπος. Σε λίγο θα βγάλουν κλαδιά και φύλλα και θα σκεπάσουν όλη την αυλή. Όλα τα τραπέζια θα έχουν δροσερή σκιά το καλοκαίρι…». Φαντάστηκα αυτή την εικόνα και τα θαύματα που κάνει η φύση. Είδα δίπλα μου ένα υπέροχο σιντριβάνι, που ήξερε μόνο να μουρμουρίζει και να σε ξεκουράζει με τα λόγια που σου έλεγαν σιγανά τα νερά του. Όμως η έκπληξη ήταν μια μικρή νεροχελώνα που κολυμπούσε αθόρυβα και ακόμα πιο ευχάριστη έκπληξη ήταν, ότι δε δροσιζόταν μόνο μία νεροχελώνα στο σιντριβάνι, γιατί από την άλλη πλευρά του άλλες πέντε νεροχελώνες, σε μια όμορφη παρέα, χαίρονταν του ήλιου τα χαϊδέματα. Είδα σε μια άκρη της αυλής, μία μεγάλη πετρόχτιστη βρύση του παλιού καιρού με τη γούρνα της και δυο πήλινους λευκούς κύκνους να την προσέχουν. Είδα ένα ξύλινο καρότσι, με φθαρμένα από το χρόνο «τα χέρια του» και την ξύλινη ρόδα του, να είναι σήμερα ένας μικρός κήπος φυτεμένος με κάθε λογής ανθισμένα λουλούδια. Είδα κρεμασμένο πιο ψηλά, έναν παλιό μικρό ανεμόμυλο να γυρίζει ασταμάτητα ακολουθώντας τις εντολές του αέρα και εκεί κοντά δύο παμπάλαια κλουβιά με τα πουλάκια μέσα να σιωπούν παράξενα. Σε όλη την έκταση της αυλής ήταν πολλά μικρά πολύχρωμα λαμπάκια, άλλα ψηλά και άλλα πιο χαμηλά, και ψάθινα καλαθάκια με έντονα επάνω τους τα σημάδια του χρόνου, να έχουν γίνει τώρα ανθοδοχεία με πρασινάδες και λουλούδια. Είδα, μεγάλα κομμάτια σταλαγμίτες να σχηματίζουν ένα βουναλάκι που έλαμπε στις χρυσές ακτίνες του ήλιου. Είδα, πολλές χωματένιες γλάστρες με ανάγλυφα επάνω τους σχέδια, είδα πολλά παλιά χρηστικά αλλά φροντισμένα αντικείμενα, όλα περίτεχνα στολισμένα, είδα ένα ποτιστήρι φθαρμένο από τον χρόνο να έχει μετατραπεί σε ένα υπέροχο βάζο και μέσα σ΄αυτό αποξηραμένα κλαδιά. Ακόμα είδα σε γωνίες της αυλής μεγάλα βαρέλια κρασιού να φιλοξενούν τώρα όχι κρασί, αλλά καταπράσινα δέντρα και λουλούδια, είδα μια σκουριασμένη και ξεχασμένη από το χρόνο τρόμπα νερού -έτσι τη λέγαμε- με το μακρύ κρεμαστό της χέρι, που έπρεπε να το κινείς επάνω-κάτω για να τρέχει το νερό. Με συγκίνηση στάθηκα για αρκετή ώρα μπροστά σε ένα παλιό μπρούτζινο δίσκο καφενείου -σαν μικρό ταψί-, με στρογγυλή βάση και τρία λεπτά «χέρια» στερεωμένα στη βάση να ανταμώνουν προς τα επάνω και εκεί να ενώνονται και να καταλήγουν στο χερούλι, από το οποίο κρατούσε ο καφετζής τον δίσκο με τους καφέδες. Ένα ακόμα αντικείμενο που το ήξερα πολύ καλά, ήταν το μαύρο υνί που, τοποθετημένο σε εμφανή θέση, σε γύριζε χρόνια πίσω στο άροτρο, το βασικό εργαλείο του γεωργού, με το οποίο όργωνε το σκληρό χώμα και φύτευε σπόρους για να εξασφαλίσει το ψωμί της οικογένειας. Και δίπλα στο υνί μια παλιά ζυγαριά με ισορροπημένα τα τάσια της από το βάρος που σήκωνε και ήταν σα να σου έλεγε στη δική της γλώσσα, ότι η ισορροπία και το μέτρο στο μυαλό και στις πράξεις του ανθρώπου, αποτελεί την πιο σημαντική και ασφαλή εγγύηση για μια σωστή πορεία της κοινωνίας μας.
Γύρισα ενθουσιασμένη στο τραπέζι μου, χωρίς να μπορώ να κρύψω από τον ιδιοκτήτη της ταβέρνας και τη σύζυγό του, την έκπληξη και τον θαυμασμό μου για όλα τα υπέροχα πράγματα που με κόπο και μεράκι τα είχαν συγκεντρώσει και τα είχαν φροντίσει, δίνοντας ξεχωριστή ομορφιά στο χώρο που τώρα είχε μετατραπεί σε μια έκθεση με αντίκες, που από χρόνια είχαν εξαφανιστεί και σωπάσει, αλλά για τους μεγαλύτερους δεν είχαν ξεχαστεί ποτέ. Έτσι στα παιδιά που θα έρχονταν για φαγητό και βλέποντας όλα αυτά και ρωτούσαν: «Τι είναι όλα αυτά τα άγνωστα παλιά πράγματα;» Θα μπορούσε ο γονιός να εξηγήσει τι ήταν το κάθε ένα, και σε τι χρησίμευε στον προ-προ-παππού του. Και αυτό θα είναι θαυμάσιο, γιατί θα υπάρχει «συνέχεια» στις έννοιες παράδοση, ιστορία, αγώνας και αξίες της πατρίδας μας, της χώρας μας, της Ελλάδας μας!
Η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβω. Τώρα είχα σχεδόν ξεχάσει το άγχος της μεγαλούπολης ή καλύτερα, είχα νιώσει ότι η άνοιξη που έψαχνα είχε έρθει στην εξοχή και η γαλήνη, η ομορφιά και η ηρεμία που έλειπε από τα στενά διαμερίσματα της Αθήνας, κάνοντας όλες τις ώρες ίδιες και κουραστικές, κρυβόταν μέσα μας και αρκεί να ανοίγαμε διάπλατα τα μάτια της ψυχής μας για να τη νιώσουμε και να τη ζήσουμε.
Σηκώθηκα να φύγω με τη δύναμη της χαρμολύπης να με βασανίζει. Χαιρέτησα τους ευγενικούς ανθρώπους και πήρα στα χέρια μου την κάρτα της ταβέρνας τους. Ήταν κι αυτή προσεγμένη και καλοτυπωμένη. Όταν απομακρύνθηκα λίγο, στάθηκα και τη διάβασα. Έγραφε:
«ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥ»
Έμεινα έκπληκτη με την κάρτα της ταβέρνας να σιγοτρέμει στα χέρια μου. Έκανα απότομα μεταβολή και γύρισα πίσω. Είδα τον ιδιοκτήτη να ποτίζει τα λουλούδια. Του μίλησα από μακριά:
«Γιατί η επωνυμία της ταβέρνας σας είναι: «ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥ», ρώτησα.
Με κοίταξε χαμογελώντας και απάντησε αργά:
«Η περιοχή μας λέγεται, Δροσιά Ψαχνών, Ν. ΕΥΒΟΙΑΣ. Αλλά όλοι και στα γύρω χωριά την ξέρουν και τη λένε ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ…»
Είπα «ευχαριστώ» και έφυγα. Ο δρόμος της επιστροφής μου φάνηκε ατέλειωτος. Λες και δεν ήθελα να φτάσω, αφήνοντας πίσω μου τέτοια λυτρωτική και ευλογημένη ομορφιά. Άλλωστε ο Όσκαρ Ουάιλντ είχε πει ότι: «Η ομορφιά είναι ανώτερη και της διάνοιας, γιατί η ομορφιά δεν χρειάζεται απόδειξη».
Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή