***
***
***
4. Στον ελλαδικό κόσμο, μέχρι και μετά την κλασσική περίοδο, ο πεζικάριος στρατιώτης όφειλε ο ίδιος να μεριμνήσει για τον οπλισμό του (όπλα, κράνη, θωράκιση, κλπ.), τον οποίον και φύλαγε στο σπίτι του. Η ποιότητα (το υλικό) και το σχήμα και η μορφή του οπλισμού αυτού, ποίκιλε. Δηλαδή, κάποιος μερακλής κι ευκατάστατος οπλίτης μπορούσε να έχει μια πέτσινη θωράκιση, με πέτσινες περικνημίδες, ένα χάλκινο κράνος και μια στρογγυλή ή ωοειδή χάλκινη ασπίδα, κλπ. Κάποιος άλλος, είχε μια ξύλινη, βαρειά, παραλληλόγραμμη ασπίδα ντυμένη με δέρμα εξωτερικά, κλπ. Σε τελευταία ανάλυση, οι φάλαγγες του πεζικού των αρχαίων ελληνικών πόλεων, πρέπει να ήταν ένας οπτικός «αχταρμάς». Συν τοις άλλοις, επειδή όλοι αυτοί πολεμούσαν με όλους τους λοιπούς κάθε τόσο, μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα γινόταν στο πεδίον της μάχης, φερειπείν, Αθηναίων – Θηβαίων, όταν κάποιος οπλίτης ξεφώνιζε, «Από δω, ρε συ, Μήτσο!» Θα γύριζαν το κεφάλι δέκα, τουλάχιστον, Αθηναίοι «Μήτσοι» κι άλλοι τόσοι Θηβαίοι. Ίδια φάτσα, ίδια γλώσσα, ίδια φορεσιά. Μόνο ο διαφορετικός «παιάνας», με τα παραγγέλματά του, τους καθοδηγούσε και τους διέκρινε.
Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να φανταστούμε και τη Λάκαινα να ξεπροβοδίζει τον άντρα, τον πατέρα ή τον γιό της, δίνοντάς του την ασπίδα, που είχαν φυλαγμένη στο σπίτι : Ή ταν ή επί τας!». Ή θα γυρίσεις νικητής και σώος με την ασπίδα σου ή θα σε φέρουν νεκρό πάνω σ΄ αυτήν. Σκληρά λόγια, από σκληροτράχηλους ανθρώπους.
Πάνω σ΄ αυτό το πνεύμα είναι και το ακόλουθο επίγραμμα, του Άγνωστου, από την Παλατινή Ανθολογία, σε μετάφραση Αντρέα Λεντάκη: «Γυμνόν σαν είδε η Λάκαινα το γιό της να φεύγει απ΄ τη μάχη και ρίψασπις στην πατρίδα με γρήγορο πόδι να φτάνει, ενάντιά του έτρεξε και το σκώτι του πέρασε με τη λόγχη φωνάζοντας στο νεκρό τ΄ αντρίκια λόγια ετούτα: «Άμε στον ΄Αδη, ξένη απ΄ τη Σπάρτη σπορά, άμε, αφού διάψευσες γονιό και πατρίδα».
Μπορεί τα λόγια να μην είναι ίδια. Το πνεύμα, όμως, εξακολουθεί να υπάρχει ίδιο μέσα στο Έθνος. Το είδαμε και το ’40, το ξανάδαμε και στην εθνικά «πουλημένη» από τη Χούντα τραγωδία, το ’74, στην Κύπρο μας.
***
5. Η πελώρια στρατιά των Περσών και συμμάχων του Ξέρξη έχει κατέβει στα ελλαδικά χώματα. Έχει νικήσει στις Θερμοπύλες και ο στόλος της δεν έχει ηττηθεί από τον μικρό στόλο των Ελλήνων στο Αρτεμίσιο. Η προέλαση στο νοτιά, συνεχίζεται. Ο χρησμός του Απολλώνιου Δελφικού Μαντείου αναφέρει στους ερωτώντες Αθηναίους ότι «τα ξύλινα τείχη θα σώσουν την πόλη». Ο Θεμιστοκλής, ερμηνεύει τον χρησμό, ότι η σωτηρία της πόλης θάρθει μέσα από τα πλοία. Οι πλείστοι, συμφώνησαν μ΄ αυτήν την ερμηνεία. Όσοι διαφώνησαν κλείστηκαν στην ακρόπολη και έχασαν τη ζωή τους όταν οι Πέρσες κατέλαβαν την πόλη. Οι υπόλοιποι, διεκπεραιώθηκαν στη Σαλαμίνα και, βέβαια, οι άντρες στρατεύσιμης ηλικίας απετέλεσαν τις μάχιμες δυνάμεις επί των πλοίων.
Οι Πέρσες είχαν στόλο από 1.200 τριήρεις –κι άλλα μικρότερα πλοία– με 300.000 άντρες πάνω σ΄ αυτά. Ο μικτός στόλος των Ελλήνων αποτελείτο από, περίπου, 380 τριήρεις –εκ των οποίων οι 180 αθηναϊκές– με περί τις 85.000 άντρες πάνω σ΄ αυτές.
Αρχηγός του μικτού ελληνικού στόλου, ο Λακεδαιμόνιος Ευρυβιάδης, των Αθηναίων ο Θεμιστοκλής και των Κορινθίων ο Αδείμαντος.
Ο Αδείμαντος, κι οι περισσότεροι Πελοποννήσιοι, υποστήριζαν ότι ο μικτός στόλος έπρεπε να πάει και ν΄ αμυνθεί –μαζί με πεζικές δυνάμεις– στο στενό του Ισθμού της Κορίνθου. Ο Θεμιστοκλής, ήταν βέβαιος ότι το καταλληλότερο σημείο για σύναψη ναυμαχίας, ήταν το στόμιο του Κόλπου της Ελευσίνας, ανάμεσα Κυνοσούρας και Μεγάλου Πεύκου. Πάνω στην ένταση της συζήτησης, ο Κορίνθιος Αδείμαντος αμφισβήτησε το δικαίωμα του Θεμιστοκλή να εκφέρει άποψη, καθόσον αυτός δεν είχε πια πατρίδα. (Η Αθήνα είχε, κι όλας, καταληφθεί από τους Πέρσες). Ο Θεμιστοκλής τού απάντησε: «Έστιν ημίν πατρίς αι διακόσιαι νήες πεπληρωμέναι». Ο άλλος, συνέχισε πάνω στο αντι-αθηναϊκό του μένος και παρέσυρε και τον Λακεδαιμόνιο Ευρυβιάδη, ώστε να σηκώσει τη μαγκούρα του κατά του Θεμιστοκλή. Κι η «γάτα», ο Θεμιστοκλής, είπε το περίφημο: «Πάταξον μεν, άκουσον δε! «Χτύπα με, αλλ΄ άκουσέ με!».
Επειδή, ο Θεμιστοκλής καταλάβαινε ότι έχει να κάνει με «στουρνάρια», φρόντισε κι έστειλε άνθρωπό του να διαμηνύσει στον Ξέρξη την απόφαση των Ελλήνων ν΄ αποπλεύσουν, κι ότι θα έχανε την ευκαιρία. Μ΄ αυτόν τον τρόπον, επέβαλε τη περίφημη ναυμαχία (Σεπτέμβριος, 480 π.Χ.) στο μέρος που αυτός έκρινε ως πιο πρόσφορο.
Όταν οι Έλληνες στριμώχτηκαν, μ΄ ενθουσιασμό τραγούδησαν τον εξής παιάνα και χίμηξαν: «Ω Παίδες Ελλήνων, ίτε, (προχωρήστε), ελευθερούτε πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη (αγάλματα, μνημεία), θήκας (τάφους) τε προγόνων, νυν υπέρ πάντων αγών»..
Η ρήση του Θεμιστοκλή, μετά από 2.500 χρόνια, είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
***
6. Οι Ινδοί είναι ένας πανάρχαιος λαός, απαρτιζόμενος από πολλά έθνη, με πολλαπλές θρησκευτικές πεποιθήσεις και πολλές γλώσσες και διαλέκτους.
Γνωρίζουμε, ιστορικά, ότι ο Μέγας Αλέξανδρος έφτασε και προχώρησε μέσα στην Ινδία, τον 4ον π.Χ. αιώνα. Είναι πολύ πιθανόν, όμως, οι Έλληνες και οι Ινδοί να είχαν και παλιότερα κάποια μορφή επικοινωνίας. Είναι γεγονός ότι ο Ολυμπιονίκης παλαιστής / ιερέας / φιλόσοφος/ μαθηματικός, Πυθαγόρας ο Σάμιος -και η απ΄ αυτόν Σχολή των «Πυθαγορίδων», συμπεριλαμβανόμενου και του ύστερου, «αλλόκοτου / περίεργου « Απολλώνιου του Τυανέα (διαβάστε τη βιογραφία του από τον Φιλόστρατο)- πρέσβευε και δίδασκε τη μετενσάρκωση της αθάνατης ψυχής. Ή αυτό πρέπει να προέκυψε υπό την επίδραση του Βραχμανισμού ή ο Βούδας επηρεάστηκε από τις απόψεις του Πυθαγόρα, δεδομένου ότι ο Πυθαγόρας (580 – 500 π.Χ.) και ο Βούδας (563 – 488 π.Χ,) είναι σύγχρονοι και ο Πυθαγόρας είχε εγκατασταθεί και ζήσει στην Αίγυπτο και Χαλδαία, προτού μεταβεί και ζήσει στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας.
Ο «Χριστός» των Ινδών (στα εβραϊκά, η λέξη / επίθετο «Μεσσίας» σημαίνει «χρισμένος» – αυτός που έχει πάρει χρίσμα = «Χριστός»), ήρθε πιο μπροστά από τον «δικό μας» κατά 500, περίπου, χρόνια. Τον είπαν «Βούδα», «Φωτισμένο», είναι υπαρκτό πρόσωπο, κι απ΄ αυτόν αναπτύχθηκε η πιο διαδεδομένη στον κόσμο θρησκεία, ο Βουδισμός / Βραχμανισμός.
Μεταξύ 350 – 275 π.Χ. έζησε στην Ινδία ένας Βραχμάνος μοναχός / φιλόσοφος / οικονομολόγος / πολιτικός αναλυτής, με το όνομα Τσανάκυα (Chanakya), αλλά πιο γνωστός έμεινε με το προσωνύμιο Καουτίλυα (Kautilya). Χωρίς εδώ να εξετάζουμε την συνολική αξία και ποιότητα αυτού του φιλόσοφου, θ΄ αναφερθούμε σε μια μνημειώδη φράση του: «Ο εχθρός του εχθρού μου, είναι φίλος μου!».
Και για να βάλουμε το «θεωρητικό « σε πρακτική βάση: Ο μέγιστος και προαιώνιος εχθρός του Ελληνισμού, ήταν, είναι και θα είναι ο Τούρκος. Μολονότι έχουν περάσει χίλια χρόνια (10 αιώνες) από τότε που η τουρκική (Μογγολική) φυλή βγήκε στη Μεσόγειο –το Βυζαντινό Κράτος είχε παραχωρήσει δικαιώματα ανεξάρτητων τουρκικών δικαστηρίων στην Κωνσταντινούπολη ήδη από το 1100 μ.Χ.– ουδέποτε οι Τούρκοι ζυμώθηκαν ή ασπάστηκαν τον κοινό, μεσογειακό πολιτισμό, που Έλληνες, Παλαιστίνιοι (Φοίνικες), Άραβες, Λατίνοι, Ίβηρες και Σλάβοι, έχουν διαμορφώσει.
Υπουργός Εξωτερικών της Ελληνικής Δημοκρατίας, κάποιος Θεόδωρος Πάγκαλος. (Επειδή, ο συγκεκριμένος έχει καλή εγκυκλοπαιδική μόρφωση, είμαι βέβαιος ότι γνωρίζει τη φράση του Καουτίλυα). Του αναφέρουν ότι έχει ζητήσει καταφύγιο και κρύβεται, κάπου στην Αττική, ο Αρχηγός του Κουρδικού ΡΚΚ, ο Οτσαλάν. Το ΡΚΚ, αποτελεί συντεταγμένο, ένοπλο κουρδικό σώμα, που ενεργά μάχεται τον τουρκικό εθνικό στρατό, αποβλέποντας σε άρση της ρατσιστικής καταπίεσης σε βάρος των Κούρδων, σε χορήγηση άδειας λειτουργίας κουρδικών σχολείων και διατήρησης της διωκόμενης γλώσσας τους, ίσως, και σε δημιουργία αυτόνομης περιφέρειας).
***