Θα ήθελα αλήθεια να γράψω κάτι το ευοίωνο, κάτι το σαγηνευτικό, κάτι το φανταχτερό. Γνωρίζω, όπως όλοι άλλωστε, πως το φανταχτερό πουλάει. Είναι της μόδας. Πώς να μην το γνωρίζει κανείς άραγε, όταν παντού προβάλλονται η πλασματική ευτυχία, η ψευτιά, οι φανφάρες και οι πολύχρωμοι ευφημισμοί; Κι όμως δεν θα ήθελα, όχι από φόβο ούτε από υπερβολική αγάπη για την αλήθεια, να γράψω κάτι το ψεύτικο. Στα μάτια μου θα φάνταζε κάτι το ευτελές. Ίσως θα μπορούσα να πω ότι δεν θα έγραφα ψευτιές και ευφημισμούς από καθαρά εγωιστική πλευρά. Μα ναι. Σιχαίνομαι να κοροϊδεύω τον εαυτό μου, σιχαίνομαι να τον υποτιμώ, όπως κάνουν οι άνθρωποι της τηλεόρασης, οι λανθασμένα αυτοαποκαλούμενοι «δημοσιογράφοι», οι πολιτικοί της ψευτομαγκιάς και της ξεδιαντροπιάς. Δεν θα σας πω ψέμματα, αδέλφια, εξαιτίας του ανόητου, λόγω ηλικίας, εγωισμού μου. Δεν θέλω να ξεπέσω στα μάτια μου.
Αρχικά θα ήθελα να παρομοιάσω τη σημερινή κατάσταση της χώρας μας με μια πολιτεία που χρόνια υπέφερε από κάθε λογής τυραννία και τα τελευταία χρόνια ύψωσε το τρωθέν ανάστημα της και «σήκωσε κεφάλι». Μια τέτοια πολιτεία, λοιπόν, είναι και η δική μας. Χρονολογικά, το 1945 απαλλαχτήκαμε απ’ τους τυράννους. Σαν άνθρωποι, σαν Έλληνες υποστήκαμε χίλια μαρτύρια από δαύτους κι όμως οι πολιτικοί μας, οι -κατά τα λόγια των ίδιων!- εθνοπατέρες και σωτήρες του πληγωμένου μας λαού, υποσχέθηκαν και μάλιστα τήρησαν την αρχική πορεία πλεύσης τους, την κατά πολύ μεγάλη απόκλιση εφαρμογή των σχεδίων τους, και έχτισαν μια νέα πολιτεία με λάγνους ανθρώπους και φερέφωνα της αυθεντίας και του αλάνθαστου Εγώ. Οι άνθρωποι σ’ αυτή την ηλιόλουστη χώρα είναι μουντοί και δείχνουν σαν να τυραννιούνται από αόρατους τυράννους. Και ας διώξαμε τους αληθινούς, κι ας ιδρώσαμε, κι ας ματώσαμε. Ο καθένας από εμάς κουβαλά μέσα στην ψυχή του τον προαιώνιο φόβο, που πολλάκις συγκάλυψαν στο παρελθόν αλλά και στο παρόν τα ΜΜΕ και οι διαχειριστές τους. Η παραπαίουσα αυτή πολιτεία, που ονομάζεται Ελλάδα, ολοένα βυθίζεται σε νέες τυραννίες, φρικτότερες και αισχρότερες παρά ποτέ. Αλήθεια, πόσα έχει αντέξει αυτός ο κατακαημένος λαός, αυτός ο φτωχός και αντρίκειος εργάτης; Η απάντηση είναι μια και λακωνική: Πολλά.
Στη σημερινή εποχή οι πολίτες έχουν υποστεί μια ταχεία και δυστυχώς αποτελεσματική νάρκωση. Βρίσκονται υπό συνεχή λήθαργο όπως ακριβώς και η Ωραία Κοιμωμένη. Μόνο που στην περίπτωσή μας, ο πρίγκιπας είναι ένας δράκος ασυδοσίας και πανουργίας. Στην εποχή που μας δόθηκε οι ευκαιρία να ελέγξουμε τα ανακλαστικά της υπομονής, του πολιτισμού και της πολιτιστικής σοφίας μας, βρισκόμαστε σε αδιέξοδο. Κι ας υμνούμε τους πάνσοφους προγόνους μας και ας καυχιόμαστε για τα κατορθώματά τους. Εμείς, ως σύγχρονοι Έλληνες, τι κάναμε; Τι καταφέραμε; Τίποτε, θα απαντήσω. Το απόλυτο μηδέν! Απότοκο της αδράνειας αυτής είναι η διαμαρτυρία; Μα δε μπορεί! Πώς ένας μουγγός και δειλός ανθρωπάκος διαμαρτύρεται για την ίδια του τη σιωπή και δειλία; Παραφροσύνη ως το κόκκαλο αγαπητέ νεοέλληνα! Πρέπει επί τέλους να ξυπνήσουμε, να δούμε ότι μόνοι μας βγάζουμε τα ίδια μας τα μάτια για δικά μας αμαρτήματα, όπως ακριβώς έκανε και ο Οιδίποδας στη γνωστή τραγωδία του Σοφοκλή, Αντιγόνη.
Πολύ φοβάμαι ότι το μέλλον μας θα είναι χειρότερο και από του Οιδίποδα. Πιστεύω -και ελπίζω να διαψευσθώ- ότι κανένας τραγικός ποιητής δεν θα έγραφε μια τραγωδία τόσο τραγική και ανόσια, που να μπορούσε κάποτε να συγκριθεί με τη σύγχρονη πραγματικότητα της Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά θα έκανα ένα ασυγχώρητο λάθος αν δεν αναγνώριζα στον σημερινό Έλληνα τη δυνατότητα αλλαγής και βελτίωσης. Στη χώρα των αμέτρητων καφέδων, της πνευματικής τεμπελιάς, της νωθρότητας και της δουλικής υποταγής στους ισχυρούς, προεδρεύει το ρητό: «Από Δευτέρα»! Α! Φτάνει πια με τις δικαιολογίες και τις αμέτρητες χαζομάρες! Ο Έλληνας, ο πραγματικός Έλληνας, ο Έλλην τη καρδία, πρέπει να σηκωθεί από τον καναπέ του και να βγει στο φως της ημέρας. Πρέπει να μοχθήσει, όπως μόχθησαν οι πρόγονοί του για να χτίσουν λίγο λίγο τον τόπο αυτό. Και δανειζόμενος τον σοφότατο στίχο του αείμνηστου Αναγνωστάκη, θα στείλω το δειλό μα συνάμα ηχηρό μήνυμά μου προς τους ανθέλληνες και τους κυβερνώντες αθλίως αυτή τη χώρα: «Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά».
Γιώργος Χέλμης
ετών 17