Γράφει ο
Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος
Την ώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές στο Ουκρανικό ζήτημα υπάρχει ενεργός συμμετοχή των ΗΠΑ, υπό τον Πρόεδρο Τραμπ, για ειρηνική διευθέτηση, αποκλεισμός από τις διαπραγματεύσεις των ηγετών της ΕΕ, της Βρετανίας και του Καναδά και η προσπάθεια του Προέδρου της Ουκρανίας Βολοντιμίρ Ζελένσκι να βγει από τη δύσκολη θέση, στην οποία έχει περιέλθει, δια της συμφωνίας με τις ΗΠΑ της συνεκμετάλλευσης των σπανίων γαιών της χώρας του, που χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες στις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας.
Η προ τριετίας εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία και η κατάληψη από αυτούς ανατολικών περιοχών της είναι ένας ακόμη σταθμός στον άνω των χιλίων ετών ανταγωνισμό της Δύσης και των δυτικότροπων Ουκρανών με την Ανατολική Ορθόδοξη Ανατολή και τους Ρώσους. Όσο και αν από τους εθνικιστές Ουκρανούς και άλλους Ευρωπαίους επιχειρείται μια τροποποίηση της Ιστορίας η αλήθεια είναι πως ο εκχριστιανισμός των Ρώσων ξεκίνησε από το Κίεβο και πως η Ουκρανία ήταν πάντα μήλο της έριδος μεταξύ της Δυτικής – παπικής – Ευρώπης και της Ανατολικής – Ορθόδοξης Ευρώπης. Η ρήση του Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι (1928-2017), Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, ότι «η Ρωσία δίχως την Ουκρανία είναι ένα τίποτα, η Ρωσία με την Ουκρανία είναι μια αυτοκρατορία» ίσως να εξηγεί την κατάσταση. (Βλ.
σχ. Ιωάν. Σ. Παπαφλωράτου «Συνοπτική ιστορία των σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας», Εκδ. «Λειμών», Αθήνα, 2022, Γ΄ Επηυξημένη έκδοση, σελ. 246).
Η Ρωσίδα πριγκίπισσα του Κιέβου Όλγα βαπτίσθηκε Ορθόδοξη Χριστιανή και το 957 επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτή μεγαλοπρεπώς από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ τον Πορφυρογέννητο ( Βλ. σχ. Αλεξάντερ Βασίλιεφ «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453», Εκδ. Μπεργαδή, Αθήνα, 1954, σελ. 401). Ο εγγονός της Βλαδίμηρος, ως ηγεμών της Ρωσίας, παντρεύτηκε την Βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα, αδελφή του Αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄, του Βουλγαροκτόνου, βαπτίσθηκε Χριστιανός και ακολούθησαν μαζικές βαπτίσεις στον Δνείπερο και σε άλλους ποταμούς της περιοχής.
Της Ρωσικής Εκκλησίας, από τις αρχές του ΙΑ΄ αιώνα, ως τις αρχές του ΙΔ΄, ο προκαθήμενος, Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας, ήταν Έλληνας, διορισμένος από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Από τον ΙΔ΄ αιώνα και έπειτα διοριζόταν συχνά Ρώσος, εναλλασσόμενος συνήθως με Έλληνα. Όπως γράφει ο Στίβεν Ράνσιμαν «ο Έλληνας εξακολουθούσε να διορίζεται από τον Πατριάρχη και ο Ρώσος από τον κυριότερο Ρώσο ηγεμόνα της εποχής και τον διορισμό του επικύρωνε η Κωνσταντινούπολη. Η υπό τον Μητροπολίτη Κιέβου Εκκλησία της Ρωσίας ήταν αυτοκέφαλη, αλλά με αυτόν τον τρόπο παρέμενε σε στενή επαφή με την Κωνσταντινούπολη και η σχέση έγινε στενώτερη από τους πολλούς Ρώσους προσκυνητές, που έφταναν στην Πόλη…» (Στήβεν Ράνσιμαν «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία», Εκδ. Μπεργαδή, Αθήνα, 1979, Α΄ Τόμος, σελ.124-125).
Ο Αρχιμ. Νικόλαος Ιωαννίδης, ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναφέρεται σε μια πτυχή των σχέσεων των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Ρωσίας, με βάση επιστολή του βυζαντινού σημαντικού θεολόγου Ιωσήφ Βρυενίου προς τον εκ Μονεμβασίας της Πελοποννήσου καταγόμενο Μητροπολίτη Κιέβου Φώτιο, κατά την κρίσιμη για την Ορθοδοξία χρονική περίοδο προ της συνόδου Φεράρας – Φλωρεντίας, στην οποία επιδιώχθηκε η υποδούλωση των Ορθοδόξων στον Πάπα. Με βάση την επιστολή και με δεδομένη την αντιλατινική στάση του Μητροπολίτου Ρωσίας Φωτίου – ο οποίος, το 1410, εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, έδρα των Μητροπολιτών του Κιέβου– και τη γνωστή ορθόδοξη στάση του Ιωσήφ Βρυενίου, κατά την άποψη του π. Νικολάου Ιωαννίδη, είναι βέβαιο ότι οι δύο άνδρες συναντήθηκαν και συζήτησαν για την επικείμενη Σύνοδο. Και καταλήγει: «Εκείνο που συμπερασματικώς μπορούμε να πούμε είναι ότι στους δύσκολους εκείνους καιρούς οι ορθόδοξα προσανατολισμένοι βυζαντινοί προσέβλεπαν στην Εκκλησία της Ρωσίας ως στήριγμα στον αγώνα τους για την επικράτηση της δογματικής αλήθειας στη σχεδιασμένη σύνοδο και ότι η Εκκλησία της Ρωσίας, δια του Μητροπολίτου Φωτίου, ήταν προσηλωμένη στη μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως». (Αποσπάσματα εκ του ανατύπου της Επιστημονικής Επετηρίδας της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Τόμος ΛΓ΄ σελ. 453-464).
Οι Ορθόδοξοι της Μικράς Ρωσίας (Ουκρανίας) υπέφεραν από τους κατακτητές της Πολωνούς, Λιθουανούς και από τους Ιησουίτες μοναχούς. Ο καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Στεφανίδης (1878-1958) είναι πολύ αυστηρός έναντι των Ιησουιτών:
«Εκ του προσηλυτισμού των παπικών υπέφερε η Μικρά Ρωσία (Σημ. Ουκρανία), η οποία ευρίσκετο υπό τους Πολωνούς. Οι Ιησουίται, προστατευόμενοι υπό του βασιλέως της Πολωνίας Σιγισμούνδου, προσείλκυσαν Ρώσσους επισκόπους εις την ένωσιν μετά της παπικής Εκκλησίας. Συνετάχθη σχετικόν έγγραφον (1594), το οποίο υπέγραψαν και άλλοι Ρώσσοι επίσκοποι εν τοις οποίοις ήτο και ο μητροπολίτης Κιέβου Μιχαήλ Ραγόζας. Το παράδειγμα αυτών εμιμήθησαν και οι λοιποί κληρικοί. Οι πρωτουργοί του κινήματος, ο επίσκοπος Λούτσκης Κύριλλος και ο Ποτζαίου Υπάτιος, μετέβησαν εις την Ρώμην, όπου έδωσαν ομολογίαν πίστεως λατινικήν εις τον Πάπαν Κλήμεντα Η΄, όστις επέτρεψεν εις αυτούς να ακολουθούν τα ανατολικά εκκλησιαστικά έθιμα. Εν Πολωνία πρώτην φοράν οι τηρούντες τα έθιμα ταύτα παπικοί ωνομάσθησαν Ουνίται… Η εν Βρέστη σύνοδος (1596) διηρέθη εις δύο μερίδας, την ορθόδοξον και την παπίζουσαν. Ο βασιλεύς της Πολωνίας εκύρωσε τας αποφάσεις της δευτέρας και ήρχισε διωγμός των ορθοδόξων. Οι ορθόδοξοι εζήτησαν την βοήθειαν των πατριαρχών της Ανατολής. Μεταξύ αυτών διεκρίθη ο Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς… Οι Ιησουίται απεπειράθησαν να καταλάβωσι και την Μεγάλην Ρωσίαν. Όργανον αυτών ήτο Ρώσος τις μοναχός, ο οποίος, ένεκα ομοιότητος, υποδυθείς το πρόσωπον του αποθανόντος τελευταίου γόνου της δυναστείας των Ρούρικ Δημητρίου και υποστηριχθείς υπό των Πολωνών έγινε Τσάρος της Ρωσίας (Ψευδοδημήτριος 1604-1606). Φονευθέντος τούτου υπό του λαού, ο βασιλεύς της Πολωνίας Σιγισμούνδος εξεστράτευσε κατά της Μεγάλης Ρωσίας και, γενόμενος κύριος της Μόσχας (1607), επέβαλε συνθήκην, η οποία παρείχεν εις την Πολωνίαν ρωσικάς επαρχίας και εισήγεν εις την Ρωσίαν την ένωσιν μετά της λατινικής Εκκλησίας. Ηκολούθησε περίοδος εσωτερικών ταραχών, έως ότου νόμιμος Τσάρος εξελέγη ο Μιχαήλ Ρωμανώφ (1613) και ετέθη τέρμα εις τας επιτυχίας των καθολικών» (Αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδη «Εκκλησιαστική Ιστορία», Εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα, 1947 – Επανατυπώθηκε το 2021, το κείμενο εις Σημείωση σελ. 702-703).
Σημειώνεται ότι επί του Πάπα Κλήμεντος Η΄ ενετάθη η δραστηριότητα της Ιεράς Εξέτασης, η οποία έστειλε τόσους ανθρώπους στην πυρά, μεταξύ αυτών και τον γνωστό φιλόσοφο μοναχό Giordano Bruno, του οποίου οι θεωρίες τότε (1600) χαρακτηρίστηκαν αιρετικές. (Βλ. σχ. π. Νικηφόρου Βιδάλη, Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου της Αρχιεπισκοπής των Παπικών στην Αθήνα, «Οι Ρωμαίοι Ποντίφηκες και το έργο τους», Εκδ. Κέντρου Εκδηλώσεων – Ομιλιών, Αθήνα, 1994, σελ. 379-380).
Την κατά την εποχή εκείνη επιχείρηση βίαιης επιβολής του παπισμού στην Ουκρανία περιγράφει και ο Ελληνορθόδοξος Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ (1934 – 2022): « Μετά την καταστροφή του κράτους του Κιέβου από τους Τατάρους, μια τεράστια περιοχή στο νοτιοδυτική Ρωσία, περιλαμβάνοντας και το ίδιο το Κίεβο, απορροφήθηκε από τη Λιθουανία και την Πολωνία. Αυτό το νοτιοδυτικό τμήμα της Ρωσίας είναι κοινώς γνωστό ως «Μικρορωσία» ή Ουκρανία…Οι Ορθόδοξοι της Ουκρανίας βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στον οποίον υπάγονταν, δεν μπορούσε ουσιαστικά να εξασκήσει κανέναν αποτελεσματικό έλεγχο στην Πολωνία. Οι Επίσκοποί τους δεν τοποθετούνταν από την Εκκλησία αλλά από τον Ρωμαιοκαθολικό βασιλιά της Πολωνίας και μερικές φορές ήσαν αυλικοί, που δεν είχαν κανένα πνευματικό ενδιαφέρον…Μετά τη Σύνοδο της Βρέστης (1596) οι εναπομείναντες Ορθόδοξοι στην Πολωνική Ουκρανία υπέστησαν σκληρές πιέσεις εκ μέρους των Ρωμαιοκαθολικών αρχών και δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Ένωση της Βρέστης έχει δηλητηριάσει τις σχέσεις μεταξύ Ορθοδοξίας και Ρώμης από το 1596 μέχρι σήμερα… Ο λαός υπερασπίστηκε με πάθος την Ορθοδοξία και σε πολλά μέρη όπου ο ανώτερος κλήρος είχε προσχωρήσει στη Ρώμη, την Ορθόδοξη παράδοση κράτησαν δυναμικοί λαϊκοί Σύνδεσμοί, γνωστοί ως Αδελφότητες. Για να αντιμετωπίσουν την προπαγάνδα των Ιησουιτών δημιούργησαν τυπογραφεία και εξέδιδαν βιβλία για την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας…Το 1650 το επίπεδο σπουδών στην Ουκρανία ήταν υψηλότερο από κάθε άλλο μέρος του Ορθοδόξου κόσμου. Λόγιοι από την Ουκρανία (Σημ. Μικρή Ρωσία) επισκεπτόμενοι αυτή την εποχή τη Μόσχα προσπαθούσαν να ανεβάσουν το πνευματικό επίπεδο της Μεγάλης Ρωσίας» («Η Ορθόδοξη Εκκλησία», Εκδ. Ακρίτας, Εκδ. πρώτη, Αθήνα, 1996, σελ. 156-158).
Για την ίδια περίοδο ο καθηγητής της Ρωσικής και Βαλκανικής ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Σερ Ντιμίτρι Ομπολένσκι (1919-2001) γράφει: «Ο Όλγκερντ (Σημ. ή Αλγκέρντας», Μεγάλος Δούκας της Λιθουανίας απείλησε τους Ορθοδόξους του Κιέβου, που ήσαν υποτελείς του, ότι θα τους θέσει υπό την δικαιοδοσία του Πάπα. Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Φιλόθεος ήταν πλήρως ενημερωμένος για τον κίνδυνο και για τις ευθύνες του και κατά τη διάρκεια της πρώτης πατριαρχίας του (1353-1355) και κυρίως κατά τη δεύτερη (1364-1376) μόχθησε, με εξαιρετική ενέργεια και αξιοσημείωτη επιτυχία, να επανενώσει τους Ορθοδόξους λαούς της ανατολικής Ευρώπης σε μια κοινή αφοσίωση στην καθέδρα της Κωνσταντινούπολης. Ως εκ τούτου δεν αποτελεί έκπληξη η εκλογή του Ρώσου υποψηφίου Αλεξίου στην Μητρόπολη Κιέβου και πάσης Ρωσίας, το 1354. Ο Φιλόθεος ενδιαφερόταν να εξευμενίσει τον Μέγα Δούκα της Μόσχας, ο οποίος κατ’ ουσία ήταν ο μόνος ηγεμόνας στην ανατολική Ευρώπη, ο οποίος παρέμενε Ορθόδοξος και σε κοινωνία με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης» (Dimitri Obolensky “Byzantium and the Slavs”, St Vladimir’ s Seminary Press, New York, 1994, p. 122).
Tον 17ο αιώνα, μητροπολίτης Κιέβου, Γαλικίας και πάσης Ρωσίας εκλέγεται ο Ρουμάνος Πέτρος Μογίλας (ή Μοχύλας, ή Μοβίλα) από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και μαζί με τον Ηγεμόνα της Μολδαβίας Βασίλειο, ενθουσιώδη υπερασπιστή της Ορθοδοξίας από τις ενέργειες των ιησουιτών, συγκέντρωσαν στο Ιάσιο, πρωτεύουσα της Μολδαβίας, τους Ρουμάνους και Ρώσους αρχιερείς και έχοντας την έγκριση και των Ορθοδόξων Αρχιερέων της Πολωνίας προέβησαν στην «Ορθόδοξη Ομολογία Πίστεως». (Βλ.σχ. Ν. Ιόργκα «Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο», Εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1989, σελ.
177-178).
Ο Νικολάι Μιχαήλοβιτς Ζερνόφ (1898-1980), Ρώσος εμιγκρές, θεολόγος, ιστορικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επιχειρεί να εξηγήσει την αντίθεση που προκλήθηκε μεταξύ της Δύσης και των Ρώσων που ασπάστηκαν το φρόνημά της και των Ρώσων, που παρέμειναν σταθεροί στην Ορθόδοξη παράδοσή τους και στην Κωνσταντινουπολίτικη πολιτισμική τους κληρονομιά. Υποστηρίζει ότι «οι επιθέσεις των Τευτόνων ιπποτών κατά της Ορθόδοξης Ρωσίας, τον δέκατο τρίτο αιώνα, όταν η χώρα ερημωνόταν εξ αιτίας των απίστων Τατάρων, σκανδάλισαν τον Ρωσικό λαό και του αποκάλυψαν ότι η Δύση ήταν εξ ίσου εχθρική με τη μη χριστιανική Ανατολή». ( «Οι Ρώσοι και η Εκκλησία τους»,Εκδ. Οίκος «Αστήρ», Αλ. & Ε.
Παπαδημητρίου, Αθήναι, 1972, σελ. 186).
Στο ίδιο βιβλίο ο Ζερνόφ σημειώνει: « Οι οξύτατες μεταβολές στην εκπολιτιστική τους εξέλιξη, τα ρήγματα, οι εντάσεις και οι επαναστάσεις, η μεταφορά της πρωτεύουσας από το Κίεβο στη Μόσχα, από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη και πάλι πίσω στη Μόσχα – όλα αυτά τα γεγονότα πηγάζουν από την επιθυμία να βρεθεί η ισορροπία μεταξύ των συγκρουομένων απόψεων Ευρώπης και Ασίας, ή μεταξύ Δυτικών αξιώσεων περί της προσωπικής ελευθερίας και της Ανατολικής επιμονής στην υποταγή του ατόμου στο σύνολο» (Αυτ. σελ. 197).
Ο Ζερνόφ καταλήγει:
«Ένα από τα μεγάλα παράδοξα της Κομμουνιστικής Επανάστασης που άρχισε ως το τελευταίο στάδιο της επιθετικής δυτικοποίησης , είναι ότι επανέφερε την πεποίθηση στην ιδιαίτερη αποστολή της Ρωσίας. Στην αρχή οι κομμουνιστές ήθελαν να εξοντώσουν την εθνική συνείδηση των Ρώσων με το να τους κάνουν μέρος ενός νέου συστήματος…Οποιαδήποτε αναφορά στον πατριωτισμό τιμωρούνταν αυστηρά και το μόνο που επιτρεπόταν να αναφερθεί σχετικά με το παρελθόν της Ρωσίας ήταν σκότος, καταπίεση, προκατάληψη.
Αυτή η φανατική αποκήρυξη των παραδόσεων συνοδευομένη από απεριόριστο θαυμασμό για τον Μαρξισμό σαν την τελευταία λέξη του Δυτικού πολιτισμού συνδυάστηκε όμως με την ανανέωση της παλιάς μεσσιανικής πίστης στη Μόσχα ως το διαφωτιστικό κέντρο του υπόλοιπου κόσμου… Ένας ισχυρός ανεμοστρόβιλος φύσηξε πάνω από τη Ρωσία στις μοιραίες αυτές τελευταίες δεκαετίες. Πολλές σεβαστές παραδόσεις, αγαπημένες ιδέες και πανάρχαιες συνήθειες σάρωσε ανεπανόρθωτα στο πέρασμά του. Ελάχιστα γλύτωσαν. Αλλά μέσα σε αυτές τις λίγες άφθαρτες αξίες στέκεται η Ορθόδοξη Εκκλησία σαν ένας γερός βράχος». ( Βλ. Σχ. Αυτ. σελ. 204-206). Είναι κρίμα που την Ορθοδοξία της ταπείνωσης, της υποχωρητικότητας, της ανεκτικότητας, του σεβασμού προς την ελευθερία του άλλου και, κυρίως, της αγάπης χρησιμοποίησαν οι άρχοντες του κόσμου τούτου – σε συνεργασία με εκκλησιαστικούς ταγούς – για να προκαλέσουν μεταξύ Ρωσικών φύλων αδελφικό μίσος, να τους χωρίσουν και να τους κάνουν να σκοτώνονται μεταξύ τους.-