ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ
Γράφει ο Άγγελος Πολύδωρος
Εκμεταλλευόμενος την αύρα του, τη γοητεία του, ως «ξανθός και ωραίος», όπως τον αποκαλούσαν στο αποκορύφωμα της καριέρας του, προώθησε τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και προειδοποίησε για τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής. Προηγουμένως είχε ιδρύσει το Sundance Institute και αργότερα Festival, που είχε στόχο να προστατεύσει τους νέους καλλιτέχνες από εμπορικούς συμβιβασμούς και να υπηρετήσει την ποικιλία και το πείραμα, σε μια εποχή απόλυτης κυριαρχίας των μεγάλων στούντιο. Ενός θεσμού, ο οποίος στη συνέχεια ενσωμάτωσε το U.S. Film and Video Festival στο Park City και πιο αργότερα έδωσε την ευκαιρία να αναδειχθούν μεγάλα κινηματογραφικά ταλέντα. Ο Ρέντφορντ επιθυμούσε το φεστιβάλ να μείνει πιστό στην τέχνη, αλλά δεν απέτρεψε εντελώς την εισροή των glamour και celebrities. Ποιος ξεχνάει την ταινία «Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες» (Sex, lies and videotape», 1989) του Στίβεν Σόντερμπεργκ, μια low-budget αλλά καινοτόμο ταινία, η οποία στο Sundance εξασφάλισε διανομή και κέρδη.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν υπήρξε απλά ένας ηθοποιός που με την ξανθή, γοητευτική του παρουσία και το χαρισματικό του παίξιμο, έγινε το απόλυτο σύμβολο της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ στα τέλη του ’60 και τη δεκαετία του ’70. Αρνήθηκε τηλεοπτικές προτάσεις με υψηλές αμοιβές προκειμένου να παίξει θέατρο στο Μπρόντγουεϊ και αργότερα πέρασε στο σινεμά, με την κινηματογραφική εκδοχή του θεατρικού έργου «Barefoot in the park» (Ξυπόλητοι στο πάρκο, 1967), δίπλα στη Τζέιν Φόντα, να του ανοίγει τον δρόμο για τη δόξα.
Η εικόνα του, μελαγχολική και δυνατή ταυτόχρονα, συμβόλιζε μια εποχή ρομαντισμού (όπως στο Great Gatsby, 1974) και κριτικής στάσης απέναντι στο αμερικανικό όνειρο, όπως στο «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» (All the President’s Men, 1976) και του έδωσε την αφορμή να συνεργαστεί με κορυφαίους σκηνοθέτες αφήνοντας το αποτύπωμά του σε μια σειρά από εμβληματικές ταινίες, είτε ως ρομαντικός στα «Καλύτερά μας χρόνια» (The way we were, 1973) είτε ως αντι-ήρωας στις «Τρεις μέρες του Κόνδορα» (Three days of the condor, 1975), ενώ ως σκηνοθέτης της ταινίας «Συνηθισμένοι άνθρωποι» (Ordinary people, 1980) απέδειξε την ικανότητά του να χειρίζεται λεπτές οικογενειακές εντάσεις με σοβαρότητα και ευαισθησία, γεγονός που του αναγνωρίστηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έφυγε, σε ηλικία 89 ετών, στις 16/9/2025 ενώ ζούσε ήρεμα στο δασικό κτήμα του στη Γιούτα, όχι μακριά από τον χώρο του φεστιβάλ που είχε ιδρύσει. Ήταν κάτι παραπάνω από σταρ: ήταν ένας δημιουργός με πολυδιάστατη κληρονομιά, που ένωσε το λαϊκό με το καλλιτεχνικό σινεμά.