Γράφει ο Γιώργος Ανδρουτσόπουλος: Δημοσιογράφος – Δημοσιολόγος Τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ
Mόνο και μόνο από την άποψη πως ο Τύπος, προσφέροντας ενημέρωση και ασκώντας κριτική στις πράξεις ή παραλήψεις της όποιας μορφής εξουσίας, αλλά και ως εκφραστής πολυφωνίας, θεωρείται δικαίως η «φωνή» της Δημοκρατίας. Είναι, όπως χαρακτηριστικά έλεγε για τις εφημερίδες ένας από τους πιονέρους της σύγχρονης δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, ο Κώστας Παπαλεξάνδρου, τα «Φρούρια Ελευθερίας» της κοινωνίας! Έτσι, δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως ο Τύπος -κυρίως η έντυπη μορφή του- έχει αναγνωριστεί ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, θεσμικά, ως «4η εξουσία» σ’ όλον τον πολιτισμένο και δημοκρατικό κόσμο.
Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που όλες σχεδόν οι δημοκρατικές χώρες -με πρώτη τη Γαλλία, φυσικά- σε τακτά χρονικά διαστήματα προβαίνουν σε οικονομικές ενισχύσεις, αλλά και σε ειδικά φορολογικά (μείωση του ΦΠΑ, για παράδειγμα) και αναπτυξιακά (προμήθεια εξοπλισμού) μέτρα, προκειμένου οι επιχειρήσεις Τύπου να μπορέσουν ν’ ανταποκριθούν στις άμεσες ανάγκες της κυκλοφοριακής τους πορείας.
Ιδιαίτερα, μάλιστα, μετά το 2010, με την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης σε παγκόσμια κλίμακα, η οποία περιόρισε δραματικά τη διαφημιστική δαπάνη κατά το ήμισυ, που είναι και η «κινητήρια δύναμή» του, αλλά και με τη σταδιακή μείωση των αναγνωστών του, σε αντιδιαστολή με την αύξηση του κόστους παραγωγής του, έχει άμεση ανάγκη της κρατικής ενίσχυσης.
Κι αυτό προσπάθησε να κάνει η πολιτεία από τον περασμένο Ιούνιο, όπως, εξάλλου, έκανε και σε παλιότερες εποχές. Με την ΚΥΑ 107 του 2019, σε μιαν απόφαση του αρμόδιου υπουργού από τον Ιανουάριο του έτους που πριν λίγες ημέρες έφυγε, μόνο που προέβλεπε μιαν οριζόντια ενίσχυση, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων και χωρίς τα τεκμήρια εκείνα που κάνουν τη διαφορά μεταξύ των εντύπων.
Αυτή την «αδικία» προσπάθησε να διορθώσει η νέα κυβέρνηση με την έκδοση, πριν από τρεις εβδομάδες, της ΚΥΑ 338 του 2019, μόνο που κι αυτή διατήρησε την καταβολή ίσων ποσών είτε μια εκδοτική επιχείρηση έχει έναν εργαζόμενο – ναι, υπάρχουν και τέτοιες! – είτε δεκάδες ή κι εκατοντάδες ακόμα, είτε μια εφημερίδα πουλά 30.000 φύλλα είτε… 30 αντίτυπα γεγονός που επέτρεπε την οικονομική ενίσχυση και περιθωριακών, ακόμα και υβριστικών, εντύπων. Έτσι, έπειτα από τις σχετικές έντονες αντιδράσεις, αναγκάστηκε να προβεί στην πλήρη ακύρωση του μέτρου, με στόχο να συζητηθεί, να επαναϋπολογιστεί και να εφαρμοστεί στη χρονιά που μόλις μπήκε.
Κι αν αυτό, από τη μια, μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως η παρούσα κυβέρνηση, έστω και την τελευταία στιγμή, ακύρωσε μια διάταξη για την εφαρμογή ενός μέτρου με πολλά «ερωτηματικά», από την άλλη, δημιούργησε μια νέα ένταση στην αγωνία για το αύριο των εφημερίδων. Γιατί, μπορεί όλοι να υποστηρίζουν την αναγκαιότητα της οικονομικής ενίσχυσης των επιχειρήσεων Τύπου από την πολιτεία, όμως, δεν κλείνουν τα μάτια και στην ανάγκη ύπαρξης συγκεκριμένων και μετρήσιμων κριτηρίων. Κι αυτό, γιατί η οικονομική ενίσχυση των εφημερίδων δεν μπορεί να γίνεται στα «τυφλά» και «οριζόντια». Απαιτούνται κριτήρια και ποιοτικά και ποσοτικά, όπως υπαγορεύει και η διεθνής εμπειρία.
Ποιοτικά, που επικεντρώνεται στη σοβαρότητα και εγκυρότητα της ύλης και της μορφής της, όπως η «Αμαρυσία», η οποία, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Focus/Bari, κατατάσσεται στις πρώτες επιλογές ενημέρωσης (με ποσοστό 9%, ίδια μ’ αυτό της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ», όταν η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» είναι στο 13,4%) του αναγνωστικού κοινού των βορείων προαστίων, το οποίο και εμφανίζεται ικανοποιημένο από την ύλη της, απόλυτα ή αρκετά, σε ποσοστό 66%, με μέσο όρο ανάγνωσης 20 λεπτά της ώρας, ποσοστό που συμβαδίζει μ’ αυτό των «μεγάλων» και «ιστορικών» εφημερίδων πανελλαδικής εμβέλειας.
Ποσοτικά, όπως αυτά που διαθέτει η «Αμαρυσία», η οποία αποτελεί και τη «ναυαρχίδα» των εντύπων της περιοχής κυκλοφορίας της, με υπερπενταπλάσιο τιράζ, οργανωμένο και πολυπρόσωπο επιτελείο εργαζομένων, επιχειρηματική πρωτοβουλία, ιστορική διαδρομή 55 χρόνων κι ένα αισιόδοξο μέλλον, παρά την «κρίση» της εποχής.
Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, όπως όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι, έτσι και όλες οι εφημερίδες δεν είναι όμοιες. Υπάρχουν μεταξύ τους εκείνα τα «φωτεινά παραδείγματα» που ξεχωρίζουν πάντα! Κι αυτά είναι εκείνα που απαιτούν πλέον τη δέουσα προσοχή της πολιτείας, ώστε να διασφαλίσουν τη διαβεβαίωση, μέσα από τις συγκυρίες των 400 χρόνων της ύπαρξής τους, αυτού που υποστηρίζει ο εκδότης της «Αμαρυσία» Χρήστος Ζαγκλής, ότι «το χαρτί δεν θα πεθάνει ποτέ»! Ο λόγος είναι απλός: όλοι πιστεύουμε στη ρήση των Λατίνων «verba volant, scripta manent», που σημαίνει ότι «τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν», το στοιχείο εκείνο που σηματοδοτεί τη διαχρονικότητα και την αξιοπιστία της εφημερίδας.