Μια άγνωστη ταινία γαλλο-ελληνικής παραγωγής προβάλλεται αυτές τις μέρες στη χώρα μας με πρωταγωνίστρια την αξέχαστη Τζένη Καρέζη. Πρόκειται για την Une balle au coeur, η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία και στη χώρα μας το 1966 με τον τίτλο «Μια σφαίρα στην καρδιά» και έκτοτε ξεχάστηκε (δεν έχει προβληθεί ποτέ σε τηλεόραση, ούτε έχει κυκλοφορήσει σε dvd). Το 2019 το Γαλλικό Κέντρο Κινηματογράφου χρηματοδότησε την πλήρη ψηφιακή αποκατάσταση της ταινίας.
Σήμερα προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ύστερα από πλήρη ψηφιακή αποκατάσταση (σε 2Κ και αναλογία οθόνης 1:1,66). Είναι έγχρωμη διάρκειας 84 λεπτών, σε σκηνοθεσία Ζαν Ντανιέλ Πολέ και σενάριο του ιδίου και του Πιερ Καστ, ενώ τη μουσική και τα τραγούδια έχει γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης. Πρωταγωνιστούν εκτός από τη Τζένη Καρέζη, ο Σάμι Φρέι και η Φρανσουάζ Αρντί, ενώ τους πλαισιώνουν αξέχαστοι ηθοποιοί: Βασίλης Διαμαντόπουλος, Σπύρος Φωκάς, Σωτήρης Μουστάκας, Γιώργος Μούτσιος, Δημήτρης Μυράτ, Αρτέμης Μάτσας, Ζανίνο, Νίκος Τσαχιρίδης, Άννα Ραυτοπούλου, Βιβέτα Τσιούνη, Φάνη Χηνά, Νίκος Φέρμας, Μιχάλης Μπαλής, Σπύρος Καμπάνης, Αντώνης Αντωνίου, Κίμωνας Δημόπουλος, Γιώργος Μαρίνος, Αντόνιο Σπετσιάλε, Λυσιέν Μποντάρ.
Η υπόθεσή της έχει ως εξής: Ο ξεπεσμένος αριστοκράτης Φραντσέσκο Μοντελέπρε (Σάμι Φρέι), συναντά τον μαφιόζο Ριτσάρντι (Βασίλης Διαμαντόπουλος) διεκδικώντας την περιουσία του που έχει υπεξαιρεθεί από τον γκάνγκστερ. Ο αρχιμαφιόζος απειλεί τη ζωή του Μοντελέπρε κι ο τελευταίος διαφεύγει στην Ελλάδα όπου γνωρίζει μια τραγουδίστρια σε ένα καμπαρέ της Τρούμπας (Τζένη Καρέζη). Ο Ριτσάρντι δίνει εντολή δολοφονίας του Μοντελέπρε και η καταδίωξη ξεκινά.
Η δημιουργία της ταινίας
Ο Ζαν – Ντανιέλ Πολέ, ο «βενιαμίν» της νουβέλ βαγκ, ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1962, για τα γυρίσματα του αριστουργηματικού ντοκιμαντέρ «Μεσόγειος» μαζί με τον Φόλκερ Σλέντορφ (η ταινία ενέπνευσε τον Γκοντάρ για να γυρίσει την «Περιφρόνηση»). Ο έρωτας του Γάλλου κινηματογραφιστή για τη χώρα ήταν κεραυνοβόλος. Αποκαλούσε την Ελλάδα «δεύτερη, ανεξάντλητη πατρίδα», θαυμάζοντας τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό αλλά ταυτοχρόνως και τον σύγχρονο Έλληνα, με όλα τα ελαττώματά του (έξαρση, προχειρότητα, επιπολαιότητα) αλλά και με την ένταση με την οποία εκφράζεται και εκδηλώνεται.
Επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα το 1964, για το ντοκιμαντέρ «Βάσσες», στον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα. Τότε γνωρίστηκε και «αδελφοποιήθηκε» με τον σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη (βοηθό του στο φιλμ), ο οποίος τον μύησε στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, ιδίως στη μουσική του Θεοδωράκη και των νεότερων συνθετών. ν. Ο Πολέ πλέον είχε αποφασίσει να γυρίσει στην Ελλάδα και μια ταινία μυθοπλασίας. Ένα πρώτο σχέδιο με πρωταγωνιστή τον Σαρλ Αζναβούρ ναυάγησε αλλά ο Πολέ επανήλθε αυτή τη φορά με ένα σενάριο του θεωρητικού Πιερ Καστ και εξασφαλισμένους τον Σάμι Φρέι (ήδη σταρ του γαλλικού σινεμά, με συμμετοχές σε ταινίες του Γκοντάρ και του Βαντίμ) και την κούκλα Φρανσουάζ Αρντί που ήταν ήδη διάσημη τραγουδίστρια.
Ο Φέρρης φυσικά ήταν από κοντά σε όλα τα στάδια της παραγωγής. Ο ρόλος της «τραγουδίστριας του μπαρ», της Κάρλα, ήταν αρχικά προορισμένος για την Βέρα Κρούσκα. Τελικά επελέγη η Τζένη Καρέζη (έχοντας σπουδάσει στη σχολή των Ουρσουλινών γνώριζε άριστα τη γαλλική γλώσσα) ενώ ο Γιώργος Λεμπέσης, παραγωγός των θεατρικών της Καρέζη «μπήκε» στο φιλμ ως συμπαραγωγός. Τη μουσική ανέλαβε ο Μίκης Θεοδωράκης που παραχώρησε όλες τις συνθέσεις για το θεατρικό που ανέβαινε τότε, το «Ένας Όμηρος». Η Τζένη Καρέζη μάλιστα, ερμηνεύει στο φιλμ δυο τραγούδια του Θεοδωράκη.
Μαζί με τους τρεις πρωταγωνιστές, μια μεγάλη ομάδα από σημαντικούς Έλληνες ηθοποιούς διαφόρων γενεών. Το συνεργείο κατά βάση ελληνικό, με βοηθό σκηνοθέτη αλλά ουσιαστικά βασικό συνεργάτη του Πολέ τον Κώστα Φέρρη (το ελληνικό ψευδώνυμο του Σάμι Φρέι στην ταινία είναι «Νίκος Φέρρης»). Τα γυρίσματα έγιναν στην Τρούμπα, το Πέραμα, την Αθήνα, τους Δελφούς, τον Αχλαδόκαμπο, τη Σκύρο και τη Σικελία. Ήταν η εποχή των διαδηλώσεων των Ιουλιανών, ο Πολέ μαζί με τον Φέρρη κατέβαιναν στους δρόμους μετά από κάθε γύρισμα, η σχέση τους θα βοηθήσει τον Φέρρη να διαφύγει στη Γαλλία επί Χούντας.
Τι είχε πει ο σκηνοθέτης για το φιλμ
«Θέλησα κυρίως να ξεφύγω από τον παραδοσιακό τρόπο προβολής και εκμετάλλευσης των τόπων. Η ταινία μου δεν είναι ένα τουριστικό φυλλάδιο και αυτό αποτελεί ήδη ένα είδος αφαίρεσης. Έπειτα, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν με συνεπήρε ιδιαίτερα η ιστορία αυτού του Σικελού Μαρκήσιου – εκτός, ίσως, από τη συμβολική της διαδρομή. Γι’ αυτό και δεν ακολούθησα πιστά την εξέλιξή της. Αν αυτός ο άνθρωπος έμοιαζε να έχει σημαδευτεί από το πεπρωμένο του, ήταν μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί από τις κοινωνικές του καταβολές κι από το γεγονός ότι είχε εκδιωχθεί από το φυσικό του περιβάλλον. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από το αίσθημα ενοχής που ένιωσε μετά τον θάνατο της κοπέλας. Δεν θα μπορούσε επομένως να κάνει τίποτ’ άλλο από το να γυρίσει σπίτι του και να αυτοκτονήσει».
Ζαν – Ντανιέλ Πολέ (1936 – 2004)
Ο Πολέ, από τις μεγάλες ελπίδες της Νουβέλ Βαγκ (από το 1957 με την πρώτη του ταινία μικρού μήκους «Φτάνει να μεθάς» την οποία εκθείασε ο Γκοντάρ), αυτονομήθηκε γρήγορα από κάθε τύπου ρεύματα κι ακολούθησε μια εντελώς προσωπική δημιουργική πορεία, γυρίζοντας ταινίες φιξιόν και ντοκιμαντέρ, σε διάφορες φόρμες και διάρκειες. Ανέπτυξε από νωρίς μια προσωπική σχέση με την Ελλάδα, μακριά από το φολκλόρ, την ωραιοποίηση, τον εξωτισμό και τις λυρικές ευκολίες.
Η Ελλάδα, για τον Πολέ, είναι μια «δεύτερη, ανεξάντλητη πατρίδα», μια ιστορία που ποτέ δεν τελειώνει. Το 1963 γυρίζει την ποιητική «Μεσόγειο», το 1964 ένα φιλμ για τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα («Βάσσες»), το 1965 «Μια σφαίρα στην καρδιά», το 1973 το ποιητικό ντοκιμαντέρ για τη Σπιναλόγκα «Η τάξη» και το 1990 το ταξιδιωτικό ημερολόγιο «Τρεις μέρες στην Ελλάδα». Στη Γαλλία, γύρισε επίσης φιλμ με το μοναδικό, ποιητικό του στυλ, όπως τα «Γραμμή Σκόπευσης» (1958 – 60), «Στην οδό Σεντ – Ντενί» (μικρού μήκους, 1963, Φεστιβάλ Καννών), «Φαντάζεσαι τον Ροβινσώνα» (1967, Φεστιβάλ Καννών), «Χαρά και λύπη ο Έρωτας» (1968), «Το αίμα» (1971, Φεστιβάλ Καννών), «Για να θυμόμαστε» (1980, Φεστιβάλ Καννών), «Ο Ακροβάτης» (1975), «Το δέντρο και ο ήλιος» (1990), «Ένας Θεός ξέρει» (1992, Φεστιβάλ Λοκάρνο). Το 2003 το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης παρουσίασε αφιέρωμα με το σύνολο του έργου του.